EUR-Lex Πρόσβαση στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Επιστροφή στην αρχική σελίδα του EUR-Lex

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 32014D0001(01)

2014/179/ΕΕ: Απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 22ας Ιανουαρίου 2014 , για την τροποποίηση της απόφασης ΕΚΤ/2004/2 για τη θέσπιση του εσωτερικού κανονισμού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ/2014/1)

ΕΕ L 95 της 29.3.2014, σ. 56 έως 63 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

Νομικό καθεστώς του εγγράφου Ισχύει

ELI: http://data.europa.eu/eli/dec/2014/179/oj

29.3.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 95/56


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΉΣ ΚΕΝΤΡΙΚΉΣ ΤΡΆΠΕΖΑΣ

της 22ας Ιανουαρίου 2014

για την τροποποίηση της απόφασης ΕΚΤ/2004/2 για τη θέσπιση του εσωτερικού κανονισμού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας

(ΕΚΤ/2014/1)

(2014/179/ΕΕ)

ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ,

Έχοντας υπόψη το Καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, και ιδίως το άρθρο 12.3,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (1), και ιδίως τα άρθρα 25 παράγραφος 2 και 26 παράγραφος 12,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Είναι απαραίτητο η εσωτερική οργάνωση της ΕΚΤ και τα όργανα λήψης αποφάσεων να προσαρμοστούν στις νέες απαιτήσεις που προκύπτουν από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 προκειμένου να αποσαφηνιστεί η αλληλεπίδραση μεταξύ των οργάνων που εμπλέκονται στη διαδικασία σύνταξης και έκδοσης εποπτικών αποφάσεων.

(2)

Είναι απαραίτητο να καταρτιστεί ένας κώδικας συμπεριφοράς ο οποίος θα καθορίζει τους δεοντολογικούς κανόνες για την καθοδήγηση των μελών του διοικητικού συμβουλίου και των διορισμένων αναπληρωματικών μελών τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

(3)

Είναι αναγκαίο να συγκροτηθεί μία υψηλού επιπέδου ελεγκτική επιτροπή η οποία θα ενισχύσει τα εσωτερικά και εξωτερικά επίπεδα ελέγχου και θα συμβάλει στην περαιτέρω βελτίωση της εταιρικής διακυβέρνησης της ΕΚΤ και του Ευρωσυστήματος.

(4)

Το άρθρο 21 του εσωτερικού κανονισμού ορίζει ότι οι όροι απασχόλησης και οι κανόνες για θέματα προσωπικού καθορίζουν τις σχέσεις απασχόλησης μεταξύ της ΕΚΤ και του προσωπικού της. Οι όροι απασχόλησης και οι κανόνες για θέματα προσωπικού τροποποιήθηκαν για να συμπεριλάβουν τους κανόνες που διέπουν την επιλογή και τον διορισμό των υποψηφίων. Το άρθρο 20 του εσωτερικού κανονισμού σε σχέση με την επιλογή, τον διορισμό και τις προαγωγές προσωπικού έχει καταστεί άνευ αντικειμένου και, επομένως, πρέπει να καταργηθεί.

(5)

Είναι επίσης αναγκαίο να ληφθούν υπόψη ορισμένες καθαρώς τεχνικές και συντακτικές προσαρμογές, όπως η νέα αρίθμηση των άρθρων της Συνθήκης και του Καταστατικού του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

(6)

Η διαδικασία μη υποβολής αντιρρήσεων δυνάμει του άρθρου 26 παράγραφος 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 δεν θα πρέπει να ισχύει για αποφάσεις που αφορούν το γενικό πλαίσιο σύμφωνα με το οποίο θα λαμβάνονται εποπτικές αποφάσεις, όπως το οργανωτικό πλαίσιο που αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013.

(7)

Η απόφαση ΕΚΤ/2004/2 (2) θα πρέπει να τροποποιηθεί προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι ανωτέρω αλλαγές,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Τροποποιήσεις του εσωτερικού κανονισμού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας

Η απόφαση ΕΚΤ/2004/2 τροποποιείται ως εξής:

1)

Το άρθρο 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 1

Ορισμοί

1.1.

Ο παρών εσωτερικός κανονισμός συμπληρώνει τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το Καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Με την επιφύλαξη του άρθρου 1.2, η έννοια των όρων στον παρόντα εσωτερικό κανονισμό είναι η ίδια όπως και στη Συνθήκη και το Καταστατικό.

1.2.

Οι όροι “συμμετέχον κράτος μέλος”, “εθνική αρμόδια αρχή” και “εθνική εντεταλμένη αρχή” ταυτίζονται εννοιολογικά με τους ορισμούς του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (3).

2)

Προστίθεται το ακόλουθο νέο άρθρο 5α:

«Άρθρο 5α

Κώδικας συμπεριφοράς των μελών του διοικητικού συμβουλίου

5α.1.

Το διοικητικό συμβούλιο εκδίδει και ενημερώνει κώδικα συμπεριφοράς για την καθοδήγηση των μελών του, ο οποίος δημοσιεύεται στον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ.

5α.2.

Κάθε διοικητής διασφαλίζει ότι τα άτομα που τον συνοδεύουν εντός της έννοιας του άρθρου 3.2, καθώς και οι αναπληρωτές του εντός της έννοιας του άρθρου 3.3, υπογράφουν δήλωση συμμόρφωσης με τον κώδικα συμπεριφοράς πριν από οποιαδήποτε συμμετοχή σε συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου.».

3)

Το άρθρο 9 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 9

Επιτροπές του ΕΣΚΤ/Ευρωσυστήματος

9.1.

Το διοικητικό συμβούλιο προβαίνει στη σύσταση και λύση επιτροπών. Οι επιτροπές επικουρούν τα όργανα λήψης αποφάσεων της ΕΚΤ στο έργο τους και λογοδοτούν στο διοικητικό συμβούλιο μέσω της εκτελεστικής επιτροπής.

9.2.

Όσον αφορά ζητήματα πολιτικής σχετικά με την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων, οι επιτροπές που επικουρούν την ΕΚΤ στο έργο της σε σχέση με τα καθήκοντα που ανατίθενται στην ΕΚΤ βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013, υποβάλουν αναφορά στο εποπτικό συμβούλιο και, κατά περίπτωση, στο διοικητικό συμβούλιο. Σύμφωνα με τις δικές του διαδικασίες, το εποπτικό συμβούλιο αναθέτει στον αντιπρόεδρο την εντολή να υποβάλει αναφορά στο διοικητικό συμβούλιο, μέσω της εκτελεστικής επιτροπής, εφ’ όλης της ανωτέρω δραστηριότητας.

9.3.

Οι επιτροπές απαρτίζονται από δύο, το πολύ, μέλη από κάθε ΕθνΚΤ του Ευρωσυστήματος και από την ΕΚΤ, διοριζόμενα από κάθε διοικητή και από την εκτελεστική επιτροπή αντίστοιχα.

9.4.

Οι επιτροπές, κατά την υποστήριξη των οργάνων λήψης αποφάσεων της ΕΚΤ στην εκτέλεση των καθηκόντων που ανατίθενται στην ΕΚΤ βάσει του κανονισμού (ΕΕ) 1024/2013, περιλαμβάνουν ένα μέλος της κεντρικής τράπεζας και ένα μέλος της εθνικής αρμόδιας αρχής σε κάθε συμμετέχον κράτος μέλος, διοριζόμενο από κάθε διοικητή κατόπιν διαβούλευσης με την αντίστοιχη εθνική αρμόδια αρχή, στις περιπτώσεις που η εθνική αρμόδια αρχή δεν είναι κεντρική τράπεζα.

9.5.

Το διοικητικό συμβούλιο καθορίζει τα καθήκοντα των επιτροπών και διορίζει τους προέδρους τους. Καταρχήν, οι πρόεδροι είναι μέλη του προσωπικού της ΕΚΤ. Τόσο το διοικητικό συμβούλιο όσο και η εκτελεστική επιτροπή έχουν το δικαίωμα να ζητούν από τις επιτροπές τη μελέτη συγκεκριμένων θεμάτων. Η ΕΚΤ παρέχει γραμματειακή υποστήριξη στις επιτροπές.

9.6.

Κάθε εθνική κεντρική τράπεζα εκτός Ευρωσυστήματος δύναται επίσης να διορίζει δύο, το πολύ, μέλη του προσωπικού τα οποία συμμετέχουν στις συνεδριάσεις επιτροπής οσάκις το αντικείμενο των εν λόγω συνεδριάσεων εμπίπτει στο πεδίο αρμοδιότητας του γενικού συμβουλίου και οσάκις κρίνεται σκόπιμο από τον πρόεδρο επιτροπής και την εκτελεστική επιτροπή.

9.7.

Εκπρόσωποι άλλων κοινοτικών οργάνων, καθώς επίσης και κάθε τρίτος, μπορεί να προσκαλούνται να συμμετέχουν σε συνεδριάσεις επιτροπής οσάκις κρίνεται σκόπιμο από τον πρόεδρο επιτροπής και την εκτελεστική επιτροπή.».

4)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο νέο άρθρο 9β:

«Άρθρο 9β

Ελεγκτική επιτροπή

Προκειμένου να ενισχυθούν τα ήδη υφιστάμενα εσωτερικά και εξωτερικά επίπεδα ελέγχου και να βελτιωθεί περαιτέρω η εταιρική διακυβέρνηση της ΕΚΤ και του Ευρωσυστήματος, το διοικητικό συμβούλιο συγκροτεί ελεγκτική επιτροπή και καθορίζει τα καθήκοντα και τη σύνθεσή της.».

5)

Το άρθρο 11.3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«11.3.

Η εκτελεστική επιτροπή εκδίδει και ενημερώνει κώδικα συμπεριφοράς για την καθοδήγηση των μελών της και των μελών του προσωπικού της ΕΚΤ, ο οποίος δημοσιεύεται στον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ.».

6)

Προστίθενται τα ακόλουθα άρθρα:

«ΚΕΦΑΛΑΙΟ IVα

ΕΠΟΠΤΙΚΑ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ

Άρθρο 13α

Εποπτικό συμβούλιο

Σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013, συγκροτείται εποπτικό συμβούλιο ως εσωτερικό όργανο της ΕΚΤ το οποίο αναλαμβάνει πλήρως τον σχεδιασμό και την εκτέλεση των καθηκόντων που ανατίθενται στην ΕΚΤ σε σχέση με την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (εφεξής “εποπτικά καθήκοντα”). Τα καθήκοντα του εποπτικού συμβουλίου δεν θίγουν τις αρμοδιότητες των οργάνων λήψης αποφάσεων της ΕΚΤ.

Άρθρο 13β

Σύνθεση του εποπτικού συμβουλίου

13β.1.

Το εποπτικό συμβούλιο απαρτίζεται από τον πρόεδρο, τον αντιπρόεδρο, τέσσερις εκπροσώπους της ΕΚΤ και έναν εκπρόσωπο της εθνικής αρμόδιας αρχής σε κάθε συμμετέχον κράτος μέλος. Όλα τα μέλη του εποπτικού συμβουλίου ενεργούν προς το συμφέρον της Ένωσης συνολικά.

13β.2.

Αν η εθνική αρμόδια αρχή ενός συμμετέχοντος κράτους μέλους δεν είναι κεντρική τράπεζα, το αντίστοιχο μέλος του εποπτικού συμβουλίου δύναται να συνοδεύεται από εκπρόσωπο της κεντρικής τράπεζας του κράτους μέλους του. Για τους σκοπούς της διαδικασίας ψηφοφορίας, οι εκπρόσωποι ενός κράτους μέλους λογίζονται ως ένα μέλος.

13β.3.

Ύστερα από ακρόαση του εποπτικού συμβουλίου, το διοικητικό συμβούλιο υιοθετεί την πρόταση διορισμού του προέδρου και του αντιπροέδρου του εποπτικού συμβουλίου για να υποβληθεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προς έγκριση.

13β.4.

Οι όροι και προϋποθέσεις της εργασιακής σύμβασης του προέδρου του εποπτικού συμβουλίου, και ιδίως ο μισθός του, συνταξιοδοτικά και άλλα επιδόματα κοινωνικής ασφάλισης, ρυθμίζονται βάσει συμβάσεως με την ΕΚΤ και καθορίζονται από το διοικητικό συμβούλιο.

13β.5.

Η θητεία του αντιπροέδρου του εποπτικού συμβουλίου είναι πενταετής και δεν είναι ανανεώσιμη. Δεν θα επεκτείνεται μετά το τέλος των καθηκόντων του ως μέλους της εκτελεστικής επιτροπής.

13β.6.

Το διοικητικό συμβούλιο διορίζει τους τέσσερις εκπροσώπους της ΕΚΤ στο εποπτικό συμβούλιο, οι οποίοι δεν ασκούν καθήκοντα που συνδέονται άμεσα με τη νομισματική λειτουργία, κατόπιν πρότασης της εκτελεστικής επιτροπής.

Άρθρο 13γ

Δικαίωμα ψήφου δυνάμει του άρθρου 26 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013

Για τους σκοπούς της έγκρισης σχεδίων αποφάσεων σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 και δυνάμει του άρθρου 16 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, του άρθρου 238 παράγραφος 3 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του πρωτοκόλλου (αριθ. 36) σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις, εφαρμόζονται οι κατωτέρω κανόνες:

(i)

Μέχρι τις 31 Οκτωβρίου 2014, μία απόφαση θεωρείται εκδοθείσα εάν υπερψηφιστεί τουλάχιστον από το 50 % των μελών του εποπτικού συμβουλίου που αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον το 74 % του συνολικού αριθμού των σταθμισμένων ψήφων και το 62 % του συνολικού πληθυσμού.

(ii)

Από την 1η Νοεμβρίου 2014, μία απόφαση θεωρείται εκδοθείσα εάν υπερψηφιστεί τουλάχιστον από το 55 % των μελών του εποπτικού συμβουλίου που αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον το 65 % του συνολικού πληθυσμού. Η μειοψηφία αρνησικυρίας πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον τον ελάχιστο αριθμό μελών του εποπτικού συμβουλίου που αντιπροσωπεύουν το 35 % του συνολικού πληθυσμού, συν ένα μέλος, ειδάλλως θεωρείται ότι επιτυγχάνεται ειδική πλειοψηφία.

(iii)

Μεταξύ 1ης Νοεμβρίου 2014 και 31ης Μαρτίου 2017, κατόπιν αιτήματος εκπροσώπου μιας εθνικής αρμόδιας αρχής ή κατόπιν αιτήματος εκπροσώπου της ΕΚΤ στο εποπτικό συμβούλιο, μία απόφαση θεωρείται εκδοθείσα εάν υπερψηφιστεί τουλάχιστον από το 50 % των μελών του εποπτικού συμβουλίου που αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον το 74 % του συνολικού αριθμού των σταθμισμένων ψήφων και το 62 % του συνολικού πληθυσμού.

(iv)

Καθένας από τους τέσσερις εκπροσώπους της ΕΚΤ που ορίζονται από το διοικητικό συμβούλιο διαθέτει ψήφο ίση με τη διάμεσο των ψήφων των εκπροσώπων των εθνικών αρμόδιων αρχών των συμμετεχόντων κρατών μελών, όπως υπολογίζεται με βάση τη μέθοδο που εκτίθεται στο παράρτημα.

(v)

Οι ψήφοι του προέδρου και του αντιπροέδρου δεν προσμετρούνται και λαμβάνονται υπόψη μόνο για τον καθορισμό της πλειοψηφίας όσον αφορά τον αριθμό των μελών του εποπτικού συμβουλίου.

Άρθρο 13δ

Εσωτερικός κανονισμός του εποπτικού συμβουλίου

Το εποπτικό συμβούλιο εκδίδει τον εσωτερικό κανονισμό του κατόπιν διαβούλευσης με το διοικητικό συμβούλιο. Ο εσωτερικός κανονισμός του εποπτικού συμβουλίου εξασφαλίζει ίση μεταχείριση όλων των συμμετεχόντων κρατών μελών.

Άρθρο 13ε

Κώδικας συμπεριφοράς των μελών του εποπτικού συμβουλίου

13ε.1.

Το εποπτικό συμβούλιο εκδίδει και ενημερώνει κώδικα συμπεριφοράς για την καθοδήγηση των μελών του, ο οποίος δημοσιεύεται στον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ.

13ε.2.

Κάθε μέλος διασφαλίζει ότι τα άτομα που το συνοδεύουν, οι αναπληρωτές και οι εκπρόσωποι της εθνικής κεντρικής τράπεζάς του, εάν η εθνική αρμόδια αρχή δεν είναι η κεντρική τράπεζα, υπογράφουν δήλωση συμμόρφωσης με τον κώδικα συμπεριφοράς πριν από οποιαδήποτε συμμετοχή σε συνεδριάσεις του εποπτικού συμβουλίου.

Άρθρο 13στ

Συνεδριάσεις του εποπτικού συμβουλίου

Το εποπτικό συμβούλιο κανονικά συνεδριάζει στις κτιριακές εγκαταστάσεις της ΕΚΤ. Οι διαδικασίες για τις συνεδριάσεις του εποπτικού συμβουλίου υποβάλλονται στο διοικητικό συμβούλιο, προς ενημέρωσή του, αμέσως μόλις εκδοθούν.

Άρθρο 13ζ

Έκδοση αποφάσεων με σκοπό την εκτέλεση των καθηκόντων που αναφέρονται στο άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013

13ζ.1.

Το εποπτικό συμβούλιο προτείνει στο διοικητικό συμβούλιο ολοκληρωμένα σχέδια αποφάσεων με σκοπό την εκτέλεση των καθηκόντων που αναφέρονται στο άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013, μαζί με επεξηγηματικό σημείωμα που παραθέτει το ιστορικό και τους βασικούς λόγους στήριξης του σχεδίου απόφασης. Τα εν λόγω σχέδια αποφάσεων διαβιβάζονται ταυτόχρονα στις εθνικές αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων συμμετεχόντων κρατών μελών, μαζί με ενημέρωση για την προθεσμία που τίθεται στο διοικητικό συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 13ζ.2.

13ζ.2.

Σχέδιο απόφασης εντός της έννοιας του άρθρου 13ζ.1 θεωρείται εκδοθέν, εκτός εάν διατυπωθούν αντιρρήσεις από το διοικητικό συμβούλιο εντός δέκα εργάσιμων ημερών. Σε επείγουσες καταστάσεις, το εποπτικό συμβούλιο ορίζει ένα εύλογο χρονικό διάστημα, το οποίο δεν υπερβαίνει τις 48 ώρες. Το διοικητικό συμβούλιο εκθέτει εγγράφως τους λόγους για τους οποίους αντιτίθεται. Η απόφαση διαβιβάζεται στο εποπτικό συμβούλιο και τις εθνικές αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών.

13ζ.3.

Συμμετέχον κράτος μέλος εκτός της ζώνης του ευρώ ενημερώνει την ΕΚΤ σχετικά με οποιαδήποτε αιτιολογημένη διαφωνία του σε σχέδιο απόφασης του εποπτικού συμβουλίου εντός πέντε εργάσιμων ημερών από την παραλαβή του σχεδίου απόφασης σύμφωνα με το άρθρο 13ζ.1. Ο πρόεδρος της ΕΚΤ διαβιβάζει την αιτιολογημένη διαφωνία προς το διοικητικό συμβούλιο και το εποπτικό συμβούλιο χωρίς καθυστέρηση. Το διοικητικό συμβούλιο, λαμβάνοντας πλήρως υπόψη τους λόγους οι οποίοι περιλαμβάνονται σε μία αξιολόγηση που καταρτίζει το εποπτικό συμβούλιο, αποφασίζει επί του ζητήματος εντός πέντε εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία που ενημερώθηκε για την αιτιολογημένη διαφωνία. Η απόφαση αυτή, συνοδευόμενη από γραπτή επεξήγηση, διαβιβάζεται στο εποπτικό συμβούλιο και στην εθνική αρμόδια αρχή του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους.

13ζ.4.

Συμμετέχον κράτος μέλος εκτός της ζώνης του ευρώ ενημερώνει την ΕΚΤ για οποιαδήποτε αιτιολογημένη διαφωνία του σε αντίρρηση του διοικητικού συμβουλίου σε σχέδιο απόφασης του εποπτικού συμβουλίου εντός πέντε εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της εν λόγω αντίρρησης σύμφωνα με το άρθρο 13ζ.2. Ο πρόεδρος της ΕΚΤ διαβιβάζει την αιτιολογημένη διαφωνία προς το διοικητικό συμβούλιο και το εποπτικό συμβούλιο χωρίς καθυστέρηση. Το διοικητικό συμβούλιο γνωμοδοτεί όσον αφορά την αιτιολογημένη διαφωνία που εξέφρασε το κράτος μέλος εντός 30 ημερών και επιβεβαιώνει ή αποσύρει την αντίρρησή του, παραθέτοντας τη σχετική αιτιολόγηση. Η εν λόγω απόφαση σε σχέση με την επιβεβαίωση ή απόσυρση της αντίρρησης διαβιβάζεται στην εθνική αρμόδια αρχή του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους. Αν το διοικητικό συμβούλιο αποσύρει την αντίρρηση, το σχέδιο απόφασης του εποπτικού συμβουλίου θεωρείται ότι εκδόθηκε την ημερομηνία απόσυρσης της αντίρρησης.

Άρθρο 13η

Έκδοση αποφάσεων με σκοπό την εκτέλεση των καθηκόντων που αναφέρονται στο άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013

13η.1.

Αν μία εθνική αρμόδια ή εντεταλμένη αρχή κοινοποιήσει στην ΕΚΤ την πρόθεσή της να εφαρμόσει τις απαιτήσεις τις σχετικές με την κατοχή κεφαλαιακών αποθεμάτων ασφαλείας ή τυχόν άλλα μέτρα που αποσκοπούν στην αντιμετώπιση συστημικών ή μακροπροληπτικών κινδύνων σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013, η κοινοποίηση, αμέσως μόλις παραληφθεί από τον γραμματέα του εποπτικού συμβουλίου, διαβιβάζεται στο διοικητικό συμβούλιο και το εποπτικό συμβούλιο χωρίς καθυστέρηση. Κατόπιν πρότασης του εποπτικού συμβουλίου βάσει πρωτοβουλίας και λαμβάνοντας υπόψη τη γνώμη της αρμόδιας επιτροπής και της σχετικής εσωτερικής δομής, το διοικητικό συμβούλιο αποφασίζει επί του ζητήματος εντός τριών εργάσιμων ημερών. Αν το διοικητικό συμβούλιο έχει αντίρρηση ως προς το κοινοποιηθέν μέτρο, αναφέρει τους λόγους γραπτώς στην ενδιαφερόμενη εθνική αρμόδια ή εντεταλμένη αρχή εντός πέντε εργάσιμων ημερών από την κοινοποίηση προς την ΕΚΤ.

13η.2.

Αν το διοικητικό συμβούλιο, κατόπιν πρότασης του εποπτικού συμβουλίου βάσει πρωτοβουλίας και λαμβάνοντας υπόψη τη γνώμη της αρμόδιας επιτροπής και της σχετικής εσωτερικής δομής, προτίθεται να εφαρμόσει υψηλότερες απαιτήσεις σχετικά με την κατοχή κεφαλαιακών αποθεμάτων ασφαλείας ή να εφαρμόσει αυστηρότερα μέτρα αντιμετώπισης συστημικών ή μακροπροληπτικών κινδύνων, σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013, κοινοποιεί την πρόθεσή του αυτή στην ενδιαφερόμενη εθνική αρμόδια ή εντεταλμένη αρχή τουλάχιστον δέκα εργάσιμες ημέρες προτού λάβει αυτή την απόφαση. Αν η ενδιαφερόμενη εθνική αρμόδια ή εντεταλμένη αρχή κοινοποιήσει εγγράφως στην ΕΚΤ την αιτιολογημένη αντίρρησή της εντός πέντε εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της κοινοποίησης, η εν λόγω αντίρρηση, αμέσως μόλις παραληφθεί από τον γραμματέα του εποπτικού συμβουλίου, διαβιβάζεται στο διοικητικό συμβούλιο και το εποπτικό συμβούλιο χωρίς καθυστέρηση. Το διοικητικό συμβούλιο αποφασίζει επί του ζητήματος κατόπιν πρότασης του εποπτικού συμβουλίου βάσει πρωτοβουλίας και λαμβάνοντας υπόψη τη γνώμη της αρμόδιας επιτροπής και της σχετικής εσωτερικής δομής. Η απόφαση αυτή διαβιβάζεται στην ενδιαφερόμενη εθνική αρμόδια ή εντεταλμένη αρχή.

13η.3.

Το διοικητικό συμβούλιο έχει το δικαίωμα να εγκρίνει, να υποβάλει αντιρρήσεις ή να τροποποιήσει τις προτάσεις του εποπτικού συμβουλίου εντός της έννοιας του άρθρου 13η.1 και του άρθρου 13η.2. Το διοικητικό συμβούλιο έχει, επίσης, το δικαίωμα να ζητήσει από το εποπτικό συμβούλιο να υποβάλει πρόταση εντός της έννοιας του άρθρου 13η.1 και του άρθρου 13η.2 ή να αναλάβει τη σύνταξη ειδικής ανάλυσης. Αν το εποπτικό συμβούλιο δεν υποβάλει πρόταση για τα εν λόγω ζητήματα, το διοικητικό συμβούλιο, λαμβάνοντας υπόψη τη γνώμη της σχετικής επιτροπής και της σχετικής εσωτερικής δομής, δύναται να λάβει απόφαση χωρίς να έχει υποβληθεί πρόταση από το εποπτικό συμβούλιο.

Άρθρο 13θ

Έκδοση αποφάσεων σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφοι 2 έως 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013

Εάν η εθνική αρμόδια αρχή κοινοποιήσει στην ΕΚΤ το σχέδιο απόφασής της σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013, η εποπτική αρχή διαβιβάζει το σχέδιο απόφασης, μαζί με την αξιολόγησή της, εντός πέντε εργάσιμων ημερών στο διοικητικό συμβούλιο. Το σχέδιο απόφασης θεωρείται εκδοθέν, εκτός αν το διοικητικό συμβούλιο διατυπώσει αντίρρηση εντός περιόδου 10 εργάσιμων ημερών από την κοινοποίηση προς την ΕΚΤ, δυνάμενης να παραταθεί κατά την ίδια διάρκεια σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις.

Άρθρο 13ι

Γενικό πλαίσιο σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013

Το διοικητικό συμβούλιο εκδίδει αποφάσεις που οριοθετούν το γενικό πλαίσιο οργάνωσης των πρακτικών ρυθμίσεων εφαρμογής του άρθρου 6 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013, κατόπιν διαβούλευσης με τις εθνικές αρμόδιες αρχές και βάσει πρότασης του εποπτικού συμβουλίου εκτός του πεδίου εφαρμογής της διαδικασίας μη υποβολής αντιρρήσεων.

Άρθρο 13ια

Διαχωρισμός καθηκόντων νομισματικής πολιτικής και εποπτικών καθηκόντων

13ια.1.

Η ΕΚΤ ασκεί τα καθήκοντα που της ανατίθενται με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 με την επιφύλαξη των καθηκόντων της που αφορούν τη νομισματική πολιτική και τυχόν άλλων καθηκόντων της και ανεξαρτήτως αυτών.

13ια.2.

Η ΕΚΤ λαμβάνει κάθε απαραίτητο μέτρο για να διασφαλίσει τον διαχωρισμό της λειτουργίας της νομισματικής πολιτικής από την εποπτική λειτουργία.

13ια.3.

Ο διαχωρισμός της λειτουργίας της νομισματικής πολιτικής από την εποπτική λειτουργία περιλαμβάνει, επίσης, την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αυτών των δύο λειτουργικών πεδίων για τη διεξαγωγή των καθηκόντων της ΕΚΤ και του ΕΣΚΤ.

Άρθρο 13ιβ

Οργάνωση των συνεδριάσεων του διοικητικού συμβουλίου σε σχέση με τα εποπτικά καθήκοντα

13ιβ.1.

Οι συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου σε σχέση με τα εποπτικά καθήκοντα λαμβάνουν χώρα ξεχωριστά από τις τακτικές συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου και έχουν ξεχωριστά θέματα ημερησίας διάταξης.

13ιβ.2.

Κατόπιν πρότασης του εποπτικού συμβουλίου, η εκτελεστική επιτροπή καταρτίζει προσωρινή ημερήσια διάταξη και την αποστέλλει, μαζί με τα σχετικά έγγραφα που έχει καταρτίσει το εποπτικό συμβούλιο, στα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, καθώς και στους λοιπούς εξουσιοδοτημένους μετέχοντες, τουλάχιστον οκτώ ημέρες πριν από τη σχετική συνεδρίαση. Η διαδικασία αυτή δεν θα ισχύει σε έκτακτες περιπτώσεις, οπότε η εκτελεστική επιτροπή ενεργεί ανάλογα με τις περιστάσεις.

13ιβ.3.

Το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ διαβουλεύεται με τους διοικητές των ΕθνΚΤ εκτός Ευρωσυστήματος των συμμετεχόντων κρατών μελών προτού διατυπώσει αντίρρηση σε οποιοδήποτε σχέδιο απόφασης που έχει προετοιμάσει το εποπτικό συμβούλιο το οποίο απευθύνεται στις εθνικές αρμόδιες αρχές σε σχέση με πιστωτικά ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα σε συμμετέχοντα κράτη μέλη εκτός της ζώνης του ευρώ. Η ίδια διαδικασία εφαρμόζεται και στην περίπτωση που οι ενδιαφερόμενες εθνικές αρμόδιες αρχές ενημερώνουν το διοικητικό συμβούλιο για την αιτιολογημένη διαφωνία τους σε σχέση με ένα σχέδιο απόφασης του εποπτικού συμβουλίου.

13ιβ.4.

Εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά στον παρόν κεφάλαιο, οι γενικές διατάξεις για τις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου που παρατίθενται στο κεφάλαιο I ισχύουν και για τις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου σε σχέση με τα εποπτικά καθήκοντα.

Άρθρο 13ιγ

Εσωτερική δομή σε σχέση με τα εποπτικά καθήκοντα

13ιγ.1.

Η αρμοδιότητα της εκτελεστικής επιτροπής σε σχέση με την εσωτερική δομή της ΕΚΤ και με το προσωπικό της ΕΚΤ περιλαμβάνει και τα εποπτικά καθήκοντα. Η εκτελεστική επιτροπή διαβουλεύεται με τον πρόεδρο και τον αντιπρόεδρο του εποπτικού συμβουλίου σε σχέση με την εσωτερική δομή. Τα άρθρα 10 και 11 ισχύουν αναλόγως.

13ιγ.2.

Το εποπτικό συμβούλιο, σε συμφωνία με την εκτελεστική επιτροπή, δύναται να προβαίνει στη σύσταση και λύση υποδομών προσωρινού χαρακτήρα, όπως ομάδων εργασίας ή ειδικών επιχειρησιακών ομάδων. Οι ομάδες αυτές επικουρούν στην εκτέλεση των εποπτικών καθηκόντων και λογοδοτούν στο εποπτικό συμβούλιο.

13ιγ.3.

Ο πρόεδρος της ΕΚΤ, κατόπιν διαβούλευσης με τον πρόεδρο του εποπτικού συμβουλίου, ορίζει ένα μέλος του προσωπικού της ΕΚΤ ως γραμματέα του εποπτικού συμβουλίου και της διευθύνουσας επιτροπής. Ο γραμματέας επικουρεί τον πρόεδρο ή, εν την απουσία του, τον αντιπρόεδρο στην προετοιμασία των συνεδριάσεων του εποπτικού συμβουλίου και είναι υπεύθυνος για τη σύνταξη των διαδικασιών αυτών των συνεδριάσεων.

13ιγ.4.

Ο γραμματέας συνεργάζεται στενά με τον γραμματέα του διοικητικού συμβουλίου για την προετοιμασία των συνεδριάσεων του διοικητικού συμβουλίου σε σχέση με τα εποπτικά καθήκοντα και είναι υπεύθυνος για τη σύνταξη των διαδικασιών αυτών των συνεδριάσεων.

Άρθρο 13ιδ

Υποβολή εκθέσεων σύμφωνα με το άρθρο 20 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013

Κατόπιν πρότασης του εποπτικού συμβουλίου η οποία υποβάλλεται από την εκτελεστική επιτροπή, το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει τις ετήσιες εκθέσεις που απευθύνονται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή και την Ευρωομάδα, όπως ορίζεται από το άρθρο 20 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013.

Άρθρο 13ιε

Εκπρόσωποι της ΕΚΤ στην Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών

13ιε.1.

Κατόπιν πρότασης του εποπτικού συμβουλίου, ο πρόεδρος της ΕΚΤ ορίζει ή ανακαλεί τον εκπρόσωπο της ΕΚΤ στο Συμβούλιο Εποπτών της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών, όπως προβλέπεται στο άρθρο 40 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής (4).

13ιε.2.

Ο πρόεδρος ορίζει τον δεύτερο συνοδεύοντα εκπρόσωπο με εμπειρογνωμοσύνη σε καθήκοντα κεντρικών τραπεζών στο Συμβούλιο Εποπτών της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών.

7)

Το άρθρο 15.1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«15.1.

Πριν από το τέλος κάθε οικονομικού έτους, το διοικητικό συμβούλιο, έπειτα από πρόταση της εκτελεστικής επιτροπής σύμφωνα με τις αρχές τις οποίες έχει ήδη θέσει, εγκρίνει τον προϋπολογισμό της ΕΚΤ για το επόμενο οικονομικό έτος. Οι δαπάνες για τα εποπτικά καθήκοντα είναι διακριτά αναγνωρίσιμες στον προϋπολογισμό κατόπιν διαβούλευσης με τον πρόεδρο και τον αντιπρόεδρο του εποπτικού συμβουλίου.».

8)

Το άρθρο 17.5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«17.5.

Με την επιφύλαξη του άρθρου 43 παράγραφος 2 και του άρθρου 46.1 πρώτη περίπτωση του Καταστατικού, οι γνώμες της ΕΚΤ εκδίδονται από το διοικητικό συμβούλιο. Εντούτοις, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, και εκτός εάν τουλάχιστον τρεις διοικητές διατυπώνουν την επιθυμία τους να διατηρήσει το διοικητικό συμβούλιο την αρμοδιότητα έκδοσης συγκεκριμένης γνώμης, η εκτελεστική επιτροπή δύναται να εκδίδει γνώμες της ΕΚΤ, σύμφωνα με τις παρατηρήσεις του διοικητικού συμβουλίου και λαμβάνοντας υπόψη τη συμβολή του γενικού συμβουλίου. Η εκτελεστική επιτροπή είναι αρμόδια για την ολοκλήρωση των γνωμών της ΕΚΤ σε πολύ τεχνικά ζητήματα, καθώς και για την ενσωμάτωση πραγματικών αλλαγών ή διορθώσεων. Οι γνώμες της ΕΚΤ υπογράφονται από τον πρόεδρο. Για γνώμες της ΕΚΤ που πρόκειται να εγκριθούν σε σχέση με την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, το διοικητικό συμβούλιο δύναται να διαβουλεύεται με το εποπτικό συμβούλιο.».

9)

Το άρθρο 17.8 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«17.8.

Ο κανονισμός αριθ. 1 της 15ης Απριλίου 1958 περί καθορισμού του γλωσσικού καθεστώτος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (5) εφαρμόζεται στις νομικές πράξεις της ΕΚΤ που προσδιορίζονται στο άρθρο 34 του Καταστατικού.

10)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 17α

Νομικές πράξεις της ΕΚΤ σε σχέση με τα εποπτικά καθήκοντα

17α.1.

Εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά στους κανονισμούς που εκδίδονται από την ΕΚΤ σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 και στο παρόν άρθρο, το άρθρο 17 εφαρμόζεται στις νομικές πράξεις της ΕΚΤ σε σχέση με τα εποπτικά καθήκοντα.

17α.2.

Οι κατευθυντήριες γραμμές της ΕΚΤ σε σχέση με τα εποπτικά καθήκοντα δυνάμει του άρθρου 4 παράγραφος 3 και του άρθρου 6 παράγραφος 5 εδάφιο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 εκδίδονται από το διοικητικό συμβούλιο και στη συνέχεια κοινοποιούνται και υπογράφονται από τον πρόεδρο εξ ονόματος του διοικητικού συμβουλίου. Η κοινοποίηση στις αρμόδιες εθνικές αρχές γίνεται με φαξ, ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, τηλετυπία ή σε μορφή εντύπου.

17α.3.

Οι οδηγίες της ΕΚΤ σε σχέση με τα εποπτικά καθήκοντα δυνάμει του άρθρου 6 παράγραφος 3, του άρθρου 6 παράγραφος 5 εδάφιο α), του άρθρου 7 παράγραφος 1, του άρθρου 7 παράγραφος 4, του άρθρου 9 παράγραφος 1 και του άρθρου 30 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013, εκδίδονται από το διοικητικό συμβούλιο και στη συνέχεια κοινοποιούνται και υπογράφονται από τον πρόεδρο εξ ονόματος του διοικητικού συμβουλίου. Αναφέρουν τους λόγους επί των οποίων βασίζονται. Η κοινοποίηση στις εθνικές αρμόδιες αρχές για την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων γίνεται με φαξ, ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, τηλετυπία ή σε μορφή εντύπου.

17α.4.

Οι αποφάσεις της ΕΚΤ σε σχέση με τα εποπτευόμενα ιδρύματα και τα ιδρύματα που έχουν υποβάλει αίτηση άδειας λειτουργίας για την ανάληψη δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος εγκρίνονται από το διοικητικό συμβούλιο και υπογράφονται εξ ονόματός του από τον πρόεδρο. Στη συνέχεια, κοινοποιούνται στα πρόσωπα προς τα οποία απευθύνονται.».

11)

Το άρθρο 18 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 18

Διαδικασία δυνάμει του άρθρου 128 παράγραφος 2 της Συνθήκης

Η έγκριση που προβλέπεται στο άρθρο 128 παράγραφος 2 της Συνθήκης δίδεται από το διοικητικό συμβούλιο για το επόμενο έτος με ενιαία απόφαση για όλα τα κράτη μέλη που συμμετέχουν στο ευρώ μέσα στο τελευταίο τρίμηνο κάθε έτους.».

12)

Το άρθρο 20 διαγράφεται.

13)

Το άρθρο 23.1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«23.1.

Οι εργασίες των αρμόδιων για τη λήψη αποφάσεων οργάνων της ΕΚΤ, ή οποιασδήποτε επιτροπής ή ομάδας η οποία έχει συσταθεί από αυτά, του εποπτικού συμβουλίου, της διευθύνουσας επιτροπής του και οποιασδήποτε υποδομής προσωρινού χαρακτήρα είναι εμπιστευτικές, εκτός εάν το διοικητικό συμβούλιο εξουσιοδοτήσει τον πρόεδρο να δημοσιοποιήσει το αποτέλεσμα των συσκέψεών τους. Ο πρόεδρος διαβουλεύεται με τον πρόεδρο του εποπτικού συμβουλίου πριν από τη λήψη της εν λόγω απόφασης σε σχέση με τις εργασίες του εποπτικού συμβουλίου, της διευθύνουσας επιτροπής του και οποιασδήποτε υποδομής προσωρινού χαρακτήρα.».

14)

Στο άρθρο 23.3, η πρώτη πρόταση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η διαβάθμιση και ο χειρισμός των εγγράφων που συντάσσονται ή τηρούνται από την ΕΚΤ γίνεται σύμφωνα με τους οργανωτικούς κανόνες περί τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου και διαχείρισης και εμπιστευτικότητας των πληροφοριών.».

15)

Προστίθεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 23α

Εμπιστευτικότητα και επαγγελματικό απόρρητο σε σχέση με τα εποπτικά καθήκοντα

23α.1.

Τα μέλη του εποπτικού συμβουλίου, της διευθύνουσας επιτροπής και οποιωνδήποτε υποδομών έχουν συσταθεί από το εποπτικό συμβούλιο υπόκεινται στις απαιτήσεις τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου κατ’ άρθρο 37 του Καταστατικού ακόμη και μετά την παύση άσκησης των καθηκόντων τους.

23α.2.

Οι παρατηρητές δεν έχουν πρόσβαση στις εμπιστευτικές πληροφορίες που αφορούν μεμονωμένα πιστωτικά ιδρύματα.

23α.3.

Τα έγγραφα που καταρτίζονται από το εποπτικό συμβούλιο, τη διευθύνουσα επιτροπή και οποιεσδήποτε υποδομές προσωρινού χαρακτήρα έχουν συσταθεί από το εποπτικό συμβούλιο είναι έγγραφα της ΕΚΤ και, συνεπώς, η διαβάθμιση και ο χειρισμός τους γίνεται σύμφωνα με το άρθρο 23.3.».

16)

Το κείμενο του παραρτήματος προστίθεται ως παράρτημα.

Άρθρο 2

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει στις 24 Ιανουαρίου 2014.

Φρανκφούρτη, 22 Ιανουαρίου 2014.

Ο Πρόεδρος της ΕΚΤ

Mario DRAGHI


(1)  ΕΕ L 287 της 29.10.2013, σ. 63.

(2)  Απόφαση ΕΚΤ/2004/2 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 19ης Φεβρουαρίου 2004, για τη θέσπιση του εσωτερικού κανονισμού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΕ L 80 της 18.3.2004, σ. 33).

(3)  ΕΕ L 287 της 29.10.2013, σ. 63.».

(4)  ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12.».

(5)  ΕΕ 17 της 6.10.1958, σ. 385/58.».


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

«ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

[όπως αναφέρεται στο άρθρο 13γ σημείο iv)]

1.

Για τους σκοπούς του δικαιώματος ψήφου δυνάμει του άρθρου 13γ, οι τέσσερις εκπρόσωποι της ΕΚΤ διαθέτουν ψήφο η οποία είναι ίση, όπως ορίζεται στις κατωτέρω παραγράφους, με τη διάμεσο των σταθμισμένων ψήφων των συμμετεχόντων κρατών μελών σύμφωνα με το κριτήριο στάθμισης των ψήφων και με τη διάμεσο του πληθυσμού των συμμετεχόντων κρατών μελών σύμφωνα με το κριτήριο του πληθυσμού, ενώ, ανάλογα με τη συμμετοχή τους στο εποπτικό συμβούλιο, διαθέτουν ψήφο σύμφωνα με το κριτήριο του αριθμού των μελών.

2.

Μετά την κατάταξη, με αύξουσα σειρά, των σταθμισμένων ψήφων που διαθέτουν τα συμμετέχοντα κράτη μέλη δυνάμει του άρθρου 3 του πρωτοκόλλου (αριθ. 36) σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις για τα μέλη που εκπροσωπούν τα συμμετέχοντα κράτη μέλη, η διάμεσος σταθμισμένη ψήφος ορίζεται ως η μεσαία σταθμισμένη ψήφος εάν ο αριθμός των συμμετεχόντων κρατών μελών είναι μονός και ως ο μέσος όρος των δύο μεσαίων αριθμών, με στρογγυλοποίηση προς την πλησιέστερη μεγαλύτερη μονάδα, εάν ο αριθμός τους είναι ζυγός. Στον συνολικό αριθμό των σταθμισμένων ψήφων των συμμετεχόντων κρατών μελών προστίθεται το τετραπλάσιο της διαμέσου των σταθμισμένων ψήφων. Το αποτέλεσμα του υπολογισμού των σταθμισμένων ψήφων αποτελεί τον “συνολικό αριθμό των σταθμισμένων ψήφων”.

3.

Η διάμεσος του πληθυσμού ορίζεται σύμφωνα με την ίδια αρχή. Για τον σκοπό αυτό, χρησιμοποιούνται τα αριθμητικά στοιχεία που δημοσιεύονται από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως ορίζει το παράρτημα III, άρθρα 1 και 2 της απόφασης 2009/937/ΕΕ του Συμβουλίου, της 1ης Δεκεμβρίου 2009, για την έκδοση του εσωτερικού κανονισμού του Συμβουλίου (1). Στον συνολικό πληθυσμό όλων των συμμετεχόντων κρατών μελών προστίθεται το τετραπλάσιο της διαμέσου του πληθυσμού των συμμετεχόντων κρατών μελών. Το αποτέλεσμα του υπολογισμού του πληθυσμού αποτελεί “τον συνολικό πληθυσμό”.


(1)  ΕΕ L 325 της 11.12.2009, σ. 35.».


Επάνω