EUR-Lex Πρόσβαση στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Επιστροφή στην αρχική σελίδα του EUR-Lex

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 32002D0011(01)

2003/132/ΕΚ: Απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 5ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με τους ετήσιους λογαριασμούς της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ/2002/11)

ΕΕ L 58 της 3.3.2003, σ. 38 έως 59 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)
Ειδική έκδοση στη τσεχική γλώσσα: Κεφάλαιο 01 τόμος 004 σ. 262 - 283
Ειδική έκδοση στην εσθονική γλώσσα: Κεφάλαιο 01 τόμος 004 σ. 262 - 283
Ειδική έκδοση στη λεττονική γλώσσα: Κεφάλαιο 01 τόμος 004 σ. 262 - 283
Ειδική έκδοση στη λιθουανική γλώσσα: Κεφάλαιο 01 τόμος 004 σ. 262 - 283
Ειδική έκδοση στην ουγγρική γλώσσα Κεφάλαιο 01 τόμος 004 σ. 262 - 283
Ειδική έκδοση στη μαλτέζικη γλώσσα: Κεφάλαιο 01 τόμος 004 σ. 262 - 283
Ειδική έκδοση στην πολωνική γλώσσα: Κεφάλαιο 01 τόμος 004 σ. 262 - 283
Ειδική έκδοση στη σλοβακική γλώσσα: Κεφάλαιο 01 τόμος 004 σ. 262 - 283
Ειδική έκδοση στη σλοβενική γλώσσα: Κεφάλαιο 01 τόμος 004 σ. 262 - 283

Νομικό καθεστώς του εγγράφου Δεν ισχύει πλέον, Ημερομηνία λήξης ισχύος: 31/12/2006; καταργήθηκε από 32006D0017(01)

ELI: http://data.europa.eu/eli/dec/2003/132(1)/oj

32002D0011(01)

2003/132/ΕΚ: Απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 5ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με τους ετήσιους λογαριασμούς της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ/2002/11)

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 058 της 03/03/2003 σ. 0038 - 0059


Απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας

της 5ης Δεκεμβρίου 2002

σχετικά με τους ετήσιους λογαριασμούς της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας

(ΕΚΤ/2002/11)

(2003/132/ΕΚ)

ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ,

Έχοντας υπόψη το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, και ιδίως το άρθρο 26.2,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1) Σύμφωνα με το άρθρο 26.2 του καταστατικού, το διοικητικό συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) θεσπίζει τις λογιστικές αρχές για τους ετήσιους λογαριασμούς της ΕΚΤ.

(2) Σύμφωνα με τους μεταβατικούς κανόνες της απόφασης ΕΚΤ/2000/16, της 1ης Δεκεμβρίου 1998, σχετικά με τους ετήσιους λογαριασμούς της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, όπως τροποποιήθηκε στις 15 Δεκεμβρίου 1999 και στις 12 Δεκεμβρίου 2000(1), η αξία όλων των στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού στο κλείσιμο των εργασιών της 31ης Δεκεμβρίου 1998 έπρεπε να αναπροσαρμοστεί την 1η Ιανουαρίου 1999. Οι αγοραίες τιμές και ισοτιμίες, τις οποίες η ΕΚΤ εφήρμοσε στον εναρκτήριο ισολογισμό την 1η Ιανουαρίου 1999, αποτέλεσαν το νέο μέσο κόστος στην έναρξη της μεταβατικής περιόδου.

(3) Έχει αποδοθεί η δέουσα σημασία στο προπαρασκευαστικό έργο που διεξήγαγε το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ίδρυμα (ΕΝΙ).

(4) Σήμερα, το περιεχόμενο της απόφασης ΕΚΤ/2000/16 τροποποιείται ουσιωδώς. Για λόγους σαφήνειας ενδείκνυται η αναμόρφωση των σχετικών διατάξεων και η τοποθέτησή τους σε ενιαίο κείμενο.

(5) Η ΕΚΤ αποδίδει μεγάλη σημασία στην ενίσχυση της διαφάνειας του κανονιστικού πλαισίου του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ), ακόμη και στην περίπτωση που δεν υφίσταται σχετική υποχρέωση βάσει της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Ως εκ τούτου, η ΕΚΤ αποφάσισε να προβεί στη δημοσίευση της παρούσας απόφασης,

ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Ορισμοί

1. Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης:

- με τον όρο "μεταβατική περίοδος": νοείται η περίοδος που αρχίζει την 1η Ιανουαρίου 1999 και λήγει στις 31 Δεκεμβρίου 2001,

- με τον όρο "διεθνή λογιστικά πρότυπα": νοούνται τα διεθνή λογιστικά πρότυπα (ΔΛΠ), τα διεθνή πρότυπα χρηματοοικονομικής πληροφόρησης (ΔΠΧΠ) και οι συναφείς ερμηνείες (ερμηνείες SIC-IFRIC), καθώς και κάθε μεταγενέστερη τροποποίηση των ως άνω προτύπων και συναφών ερμηνειών και κάθε μελλοντικό πρότυπο και συναφής ερμηνεία που πρόκειται να εκδώσει ή να εγκρίνει ο Οργανισμός Διεθνών Λογιστικών Προτύπων (ΟΔΛΠ),

- με τον όρο "εθνικές κεντρικές τράπεζες" (ΕθνΚΤ): νοούνται οι ΕθνΚΤ των συμμετεχόντων κρατών μελών,

- με τον όρο "συμμετέχοντα κράτη μέλη": νοούνται τα κράτη μέλη που έχουν υιοθετήσει το ευρώ, σύμφωνα με τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

- με τον όρο "μη συμμετέχοντα κράτη μέλη": νοούνται τα κράτη μέλη που δεν έχουν υιοθετήσει το ευρώ, σύμφωνα με τη συνθήκη,

- με τον όρο "Ευρωσύστημα": νοούνται οι ΕθνΚΤ και η ΕΚΤ.

2. Περαιτέρω ορισμοί τεχνικών όρων που χρησιμοποιούνται στην παρούσα απόφαση περιλαμβάνονται στο γλωσσάριο που προσαρτάται σε αυτή ως παράρτημα I.

Άρθρο 2

Πεδίο εφαρμογής

Οι κανόνες που θεσπίζονται στην παρούσα απόφαση εφαρμόζονται στους ετήσιους λογαριασμούς της ΕΚΤ, στους οποίους περιλαμβάνεται ο ισολογισμός, τα στοιχεία που καταγράφονται στα βιβλία της ΕΚΤ εκτός ισολογισμού, ο λογαριασμός αποτελεσμάτων χρήσεως και οι σημειώσεις επί των ετήσιων λογαριασμών της ΕΚΤ.

Άρθρο 3

Βασικές λογιστικές παραδοχές

Ισχύουν οι ακόλουθες βασικές λογιστικές παραδοχές:

α) πραγματική οικονομική κατάσταση και διαφάνεια: οι λογιστικές μέθοδοι και η υποβολή χρηματοοικονομικών στοιχείων αντανακλούν την πραγματική οικονομική κατάσταση και χαρακτηρίζονται από διαφάνεια, η δε ποιότητα των υποβαλλόμενων στοιχείων προάγει την ευκολία στην κατανόηση, τη συνάφεια, την αξιοπιστία και τη συγκρισιμότητά τους. Οι συναλλαγές λογιστικοποιούνται και παρουσιάζονται με κριτήριο το ουσιαστικό τους περιεχόμενο και την πραγματική οικονομική κατάσταση, και όχι απλώς με κριτήριο το νομικό τους τύπο·

β) συντηρητικότητα: η αποτίμηση των στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού και η αναγνώριση των εσόδων διεξάγονται με σύνεση. Στο πλαίσιο της παρούσας απόφασης αυτό συνεπάγεται ότι τα μη πραγματοποιηθέντα κέρδη δε λογίζονται ως έσοδα στο λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσεως, αλλά μεταφέρονται απευθείας σε λογαριασμό αναπροσαρμογής. Πάντως, η αρχή της συντηρητικότητας δεν επιτρέπει τη δημιουργία αφανών αποθεματικών ή την από πρόθεση ανακριβή αναγραφή στοιχείων στον ισολογισμό και στο λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσεως·

γ) λήψη υπόψη των μεταγενέστερων του ισολογισμού γεγονότων: στην περίπτωση γεγονότων που λαμβάνουν χώρα στο διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας κλεισίματος του ετήσιου ισολογισμού και της ημερομηνίας έγκρισης των οικονομικών καταστάσεων από τα αρμόδια όργανα, πραγματοποιείται διόρθωση των στοιχείων του ενεργητικού και παθητικού, εφόσον τα εν λόγω γεγονότα επηρεάζουν την κατάσταση των ως άνω στοιχείων την ημερομηνία κλεισίματος του ισολογισμού. Στην περίπτωση γεγονότων που λαμβάνουν χώρα μετά την ημερομηνία κλεισίματος του ισολογισμού δεν πραγματοποιείται προσαρμογή των στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού, αλλά γίνεται αποκάλυψη των εν λόγω γεγονότων, εφόσον δεν επηρεάζουν μεν την κατάσταση των ως άνω στοιχείων την ημερομηνία κλεισίματος του ισολογισμού, αλλά η σπουδαιότητά τους είναι τέτοια, ώστε η μη αποκάλυψή τους θα επηρέαζε τη δυνατότητα των χρηστών των οικονομικών καταστάσεων να διατυπώνουν ορθές εκτιμήσεις και να λαμβάνουν ορθές αποφάσεις·

δ) ουσιώδες των λογιστικών γεγονότων: δεν επιτρέπονται παρεκκλίσεις από τους λογιστικούς κανόνες, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων που επηρεάζουν τον υπολογισμό των αποτελεσμάτων χρήσεως της ΕΚΤ, εκτός εάν αφορούν λογιστικά γεγονότα που εύλογα κρίνονται επουσιώδη στο γενικό πλαίσιο και στην παρουσίαση των χρηματοοικονομικών λογαριασμών του ιδρύματος που υποβάλλει στοιχεία·

ε) συνεχιζόμενη δραστηριότητα: οι λογαριασμοί καταρτίζονται με βάση την αρχή της συνεχιζόμενης δραστηριότητας·

στ) πραγματοποίηση των εσόδων/εξόδων (αρχή του δεδουλευμένου): τα έσοδα και έξοδα αναγνωρίζονται εντός της χρήσεως κατά την οποία πραγματοποιούνται, ανεξάρτητα από το χρόνο της είσπραξης ή πληρωμής τους, αντίστοιχα·

ζ) συνέπεια και συγκρισιμότητα: τα κριτήρια αποτίμησης του ισολογισμού και αναγνώρισης των εσόδων εφαρμόζονται με συνέπεια, σύμφωνα με μία ομοιογενή και συνεχή προσέγγιση, προκειμένου να διασφαλίζεται η συγκρισιμότητα των στοιχείων στις οικονομικές καταστάσεις.

Άρθρο 4

Αναγνώριση των στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού

Ένα χρηματοοικονομικό ή άλλο στοιχείο του ενεργητικού/παθητικού αναγνωρίζεται στον ισολογισμό του φορέα παροχής των σχετικών στοιχείων μόνο όταν:

α) είναι πιθανό ότι κάθε μελλοντικό οικονομικό όφελος που συνδέεται με το εν λόγω στοιχείο του ενεργητικού ή του παθητικού θα εισρεύσει στο φορέα παροχής των σχετικών στοιχείων ή θα εκρεύσει από αυτόν·

β) ουσιαστικά, οι κίνδυνοι και τα οφέλη που συνδέονται με το εν λόγω στοιχείο του ενεργητικού ή του παθητικού έχουν μεταβεί στο φορέα παροχής των σχετικών στοιχείων·

γ) είναι δυνατή για το φορέα παροχής των σχετικών στοιχείων η αξιόπιστη μέτρηση του κόστους ή της αξίας του στοιχείου του ενεργητικού ή του ύψους της υποχρέωσης.

Άρθρο 5

Η προσέγγιση της ταμειακής τακτοποίησης

Με την επιφύλαξη της εφαρμογής του άρθρου 5 της κατευθυντήριας γραμμής ΕΚΤ/2002/10, της 5ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με το νομικό πλαίσιο για τη λογιστική παρακολούθηση και την υποβολή χρηματοοικονομικών εκθέσεων στο Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών(2), ως βάση για την καταγραφή στοιχείων στο λογιστικό σύστημα της ΕΚΤ λαμβάνεται η προσέγγιση της ταμειακής τακτοποίησης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΣΥΝΘΕΣΗ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗΣ ΤΟΥ ΙΣΟΛΟΓΙΣΜΟΥ

Άρθρο 6

Σύνθεση του ισολογισμού

Η σύνθεση του ισολογισμού βασίζεται στη διάρθρωση του πίνακα που παρουσιάζεται στο παράρτημα II.

Άρθρο 7

Κανόνες αποτίμησης του ισολογισμού

1. Για τους σκοπούς της αποτίμησης του ισολογισμού χρησιμοποιούνται οι τρέχουσες αγοραίες τιμές και ισοτιμίες, εκτός εάν άλλως ορίζεται στο παράρτημα II.

2. Ο χρυσός, τα χρηματοδοτικά μέσα σε ξένο νόμισμα, τα χρεόγραφα και τα χρηματοδοτικά μέσα (τόσο τα εγγραφόμενα σε λογαριασμούς του ισολογισμού όσο και τα εκτός ισολογισμού) υπόκεινται σε αναπροσαρμογή της αξίας τους με βάση τις μέσες αγοραίες ισοτιμίες και τιμές του τέλους της χρήσεως.

3. Όσον αφορά το χρυσό δε γίνεται διάκριση μεταξύ των διαφορών από αναπροσαρμογή της τιμής και της συναλλαγματικής ισοτιμίας: λογιστικοποιείται μόνο η διαφορά από αναπροσαρμογή της αξίας του χρυσού βάσει της τιμής καθορισμένης μονάδας βάρους του χρυσού σε ευρώ, όπως αυτή προκύπτει από τη συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ/δολαρίου ΗΠΑ την ημέρα της αναπροσαρμογής. Η αναπροσαρμογή της αξίας όσον αφορά το συνάλλαγμα (συμπεριλαμβανομένων των συναλλαγών που εγγράφονται στον ισολογισμό και των συναλλαγών εκτός ισολογισμού) γίνεται κατά νόμισμα, ενώ στην περίπτωση των χρεογράφων γίνεται κατά κωδικό (βάσει του διεθνούς αριθμού αναγνώρισης χρεογράφου-ISIN/τύπου χρεογράφου), με εξαίρεση τα χρεόγραφα που εμπίπτουν στο στοιχείο "Λοιπά χρηματοοικονομικά στοιχεία ενεργητικού", τα οποία αντιμετωπίζονται ως ξεχωριστά διαθέσιμα.

Άρθρο 8

Συμφωνίες επαναγοράς

1. Ορισμένη αντιστρεπτέα πράξη διενεργούμενη βάσει συμφωνίας επαναγοράς καταγράφεται στο παθητικό σκέλος του ισολογισμού ως εισερχόμενη κατάθεση καλυπτόμενη από ασφάλεια, ενώ το στοιχείο που δίδεται ως ασφάλεια παραμένει στο ενεργητικό σκέλος του ισολογισμού. Τα πωλούμενα χρεόγραφα, τα οποία πρόκειται να αποτελέσουν αντικείμενο επαναγοράς βάσει συμφωνιών επαναγοράς, εξακολουθούν να αντιμετωπίζονται από την υποχρεούμενη σε επαναγορά τους ΕΚΤ ως τμήμα του χαρτοφυλακίου προελεύσεώς τους.

2. Ορισμένη αντιστρεπτέα πράξη διενεργούμενη βάσει συμφωνίας επαναπώλησης καταγράφεται στο ενεργητικό σκέλος του ισολογισμού ως εξερχόμενο δάνειο καλυπτόμενο από ασφάλεια για το ποσό του δανείου. Χρεόγραφα που αποκτώνται στο πλαίσιο συμφωνιών επαναπώλησης δεν υπόκεινται σε αναπροσαρμογή της αξίας τους, κανένα δε κέρδος ή ζημία που απορρέει από αυτές δεν μεταφέρεται στο λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσεως από το δανειστή των κεφαλαίων.

3. Οι αντιστρεπτέες πράξεις επί χρεογράφων εκφρασμένων σε ξένα νομίσματα δεν επηρεάζουν το μέσο κόστος της θέσης στο αντίστοιχο νόμισμα.

4. Στην περίπτωση συναλλαγών δανεισμού χρεογράφων, τα χρεόγραφα παραμένουν στον ισολογισμό του μεταβιβάζοντος. Οι εν λόγω συναλλαγές λογιστικοποιούνται με τον ίδιο τρόπο που προβλέπεται επί των πράξεων επαναγοράς. Εάν, πάντως, τα χρεόγραφα που μεταβιβάζονται στην ΕΚΤ στο πλαίσιο συναλλαγής δανεισμού δεν βρίσκονται στην κατοχή της στο τέλος της χρήσεως, η ΕΚΤ προβαίνει στο σχηματισμό προβλέψεως για ζημίες, εάν η αγοραία αξία των υποκειμένων χρεογράφων έχει αυξηθεί από την ημερομηνία σύναψης της σχετικής σύμβασης, και στην εμφάνιση υποχρέωσης (προς αναμεταβίβαση των χρεογράφων), εάν η ίδια έχει εν τω μεταξύ πωλήσει τα εν λόγω χρεόγραφα.

5. Οι συναλλαγές επί χρυσού που καλύπτονται από ασφάλεια αντιμετωπίζονται ως συμφωνίες επαναγοράς. Οι ροές χρυσού που σχετίζονται με τις εν λόγω συναλλαγές δεν καταγράφονται στις οικονομικές καταστάσεις, ο δε λογιστικός χειρισμός της διαφοράς μεταξύ της άμεσης (spot) και της προθεσμιακής (forward) τιμής της συναλλαγής βασίζεται στην αρχή της πραγματοποιήσεως των εσόδων/εξόδων.

6. Οι αντιστρεπτέες πράξεις, συμπεριλαμβανομένων των συναλλαγών δανεισμού χρεογράφων, οι οποίες διενεργούνται βάσει προγράμματος αυτόματου δανεισμού χρεογράφων, καταγράφονται στον ισολογισμό μόνο εφόσον παρέχεται ασφάλεια με τη μορφή μετρητών για τη συνολική διάρκεια της πράξης.

Άρθρο 9

Διαπραγματεύσιμοι μετοχικοί τίτλοι

1. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται επί διαπραγματεύσιμων μετοχικών τίτλων (μετοχών ή τίτλων μετοχικών αμοιβαίων κεφαλαίων), ανεξαρτήτως του εάν οι σχετικές συναλλαγές διενεργούνται απευθείας από την ΕΚΤ ή από αντιπρόσωπο ενεργούντα για λογαριασμό αυτής, εξαιρουμένων των συναλλαγών με αντικείμενο κεφάλαια συνταξιοδοτικών ταμείων, συμμετοχές, επενδύσεις σε θυγατρικές, σημαντικές συμμετοχές ή πάγια χρηματοοικονομικά στοιχεία του ενεργητικού της ΕΚΤ.

2. Μετοχικοί τίτλοι εκφρασμένοι σε ξένα νομίσματα δεν αποτελούν μέρος της συνολικής συναλλαγματικής θέσης αλλά χωριστών διαθεσίμων νομίσματος. Ο υπολογισμός των συναφών συναλλαγματικών κερδών και ζημιών είναι δυνατός είτε με βάση τη μέθοδο του καθαρού μέσου κόστους είτε με βάση τη μέθοδο του μέσου κόστους.

3. Οι μετοχικοί τίτλοι αντιμετωπίζονται ως ακολούθως:

α) τα χαρτοφυλάκια μετοχών υπόκεινται σε αναπροσαρμογή της αξίας τους σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7 παράγραφος 2. Η αναπροσαρμογή διενεργείται ανά στοιχείο. Η αναπροσαρμογή της αξίας όσον αφορά τίτλους μετοχικών αμοιβαίων κεφαλαίων διενεργείται σε καθαρή βάση και όχι μεμονωμένα, ανά μετοχή. Δεν πραγματοποιείται συμψηφισμός μεταξύ διαφορετικών μετοχών ή διαφορετικών τίτλων μετοχικών αμοιβαίων κεφαλαίων·

β) οι συναλλαγές καταγράφονται στον ισολογισμό με την αξία συναλλαγής·

γ) η προμήθεια μεσιτείας καταγράφεται είτε ως έξοδο συναλλαγής, περιληπτέο στο κόστος του στοιχείου του ενεργητικού, είτε ως δαπάνη στο λογαριασμό κερδών και ζημιών·

δ) το ποσό του αγοραζόμενου μερίσματος περιλαμβάνεται στο κόστος του μετοχικού τίτλου. Μετά την ημερομηνία, από την οποία καθίσταται δυνατή η διαπραγμάτευση του μετοχικού τίτλου χωρίς το μέρισμα (ex-dividend date) και ενώ η πληρωμή του μερίσματος δεν έχει εισπραχθεί, το ως άνω ποσό είναι δυνατό να αντιμετωπίζεται ως χωριστό στοιχείο·

ε) τα δεδουλευμένα μερίσματα δε λογίζονται στο τέλος της περιόδου, καθώς περικλείονται ήδη στην αγοραία τιμή των μετοχικών τίτλων, με εξαίρεση τις μετοχές, η διαπραγμάτευση των οποίων είναι δυνατή χωρίς το μέρισμα·

στ) τα δικαιώματα προτιμήσεως (rights issues) αντιμετωπίζονται ως χωριστά στοιχεία του ενεργητικού από τη σύστασή τους. Το κόστος κτήσεως υπολογίζεται με βάση το παλαιό μέσο κόστος των μετοχών, την τιμή εξασκήσεως του δικαιώματος προτιμήσεως επί των νέων μετοχών και την αναλογία μεταξύ παλαιών και νέων μετοχών. Εναλλακτικά, η τιμή του δικαιώματος είναι δυνατό να βασίζεται στην αξία του δικαιώματος στην αγορά, στο παλαιό μέσο κόστος της μετοχής και στην αγοραία τιμή της μετοχής πριν από τη σύσταση του εν λόγω δικαιώματος. Ο λογιστικός χειρισμός των δικαιωμάτων προτιμήσεως συνάδει προς τους λογιστικούς κανόνες του Ευρωσυστήματος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΕΣΟΔΩΝ

Άρθρο 10

Αναγνώριση εσόδων

1. Σχετικά με την αναγνώριση των εσόδων ισχύουν οι ακόλουθοι κανόνες:

α) τα πραγματοποιηθέντα κέρδη και οι πραγματοποιηθείσες ζημίες μεταφέρονται στο λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσεως·

β) τα μη πραγματοποιηθέντα κέρδη δεν αναγνωρίζονται ως έσοδα, αλλά μεταφέρονται απευθείας σε λογαριασμό αναπροσαρμογής·

γ) οι μη πραγματοποιηθείσες ζημίες μεταφέρονται στο λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσεως, όταν υπερβαίνουν προηγούμενα κέρδη από αναπροσαρμογή, τα οποία έχουν καταγραφεί στον αντίστοιχο λογαριασμό αναπροσαρμογής·

δ) οι μη πραγματοποιηθείσες ζημίες που μεταφέρονται στο λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσεως δεν αντιλογίζονται έναντι νέων μη πραγματοποιηθέντων κερδών επόμενων χρήσεων·

ε) οι μη πραγματοποιηθείσες ζημίες που καταγράφονται επί οποιουδήποτε χρεογράφου ή νομίσματος ή επί των διαθεσίμων χρυσού δεν συμψηφίζονται με μη πραγματοποιηθέντα κέρδη από άλλα χρεόγραφα ή νομίσματα ή χρυσό.

2. Οι διαφορές υπέρ το άρτιο (premiums) ή υπό το άρτιο (discounts), οι οποίες προκύπτουν από την έκδοση και αγορά χρεογράφων, υπολογίζονται και εμφανίζονται ως τμήμα των εσόδων από τόκους, η δε απόσβεσή τους πραγματοποιείται στην εναπομένουσα διάρκεια ζωής των χρεογράφων, είτε βάσει της μεθόδου της σταθερής απόσβεσης είτε βάσει της μεθόδου του εσωτερικού βαθμού απόδοσης. Πάντως, η μέθοδος του εσωτερικού βαθμού απόδοσης εφαρμόζεται υποχρεωτικά επί των χρεογράφων υπό το άρτιο (discount securities) με εναπομένουσα διάρκεια ζωής άνω του έτους από την αγορά τους.

3. Τα δεδουλευμένα στοιχεία που είναι εκφρασμένα σε ξένα νομίσματα μετατρέπονται με τη μέση αγοραία ισοτιμία του τέλους της χρήσεως και αντιλογίζονται με βάση την ίδια ισοτιμία.

4. Μόνο οι συναλλαγές που συνεπάγονται μεταβολή των διαθεσίμων ορισμένου νομίσματος είναι δυνατό να οδηγήσουν στη δημιουργία πραγματοποιηθέντων συναλλαγματικών κερδών ή ζημιών.

5. Τα διαθέσιμα των ειδικών λογαριασμών αναπροσαρμογής, τα οποία προκύπτουν από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 49.2 του καταστατικού εισφορές των κεντρικών τραπεζών κρατών μελών, επί των οποίων καταργείται η παρέκκλιση, χρησιμοποιούνται για την κάλυψη μη πραγματοποιηθεισών ζημιών, όταν υπερβαίνουν προηγούμενα κέρδη από αναπροσαρμογή, τα οποία έχουν καταγραφεί στον αντίστοιχο τακτικό λογαριασμό αναπροσαρμογής της παραγράφου 1 στοιχείο γ) του παρόντος άρθρου πριν από την κάλυψη των εν λόγω ζημιών σύμφωνα με το άρθρο 33.2 του καταστατικού. Τα διαθέσιμα των ειδικών λογαριασμών αναπροσαρμογής, όσον αφορά το χρυσό, το συνάλλαγμα και τα χρεόγραφα, μειώνονται κατ' αναλογία προς τυχόν μείωση των διαθεσίμων των σχετικών περιουσιακών στοιχείων.

Άρθρο 11

Κόστος συναλλαγών

1. Σχετικά με το κόστος συναλλαγών ισχύουν οι ακόλουθοι γενικοί κανόνες:

α) όσον αφορά το χρυσό, τα χρηματοδοτικά μέσα σε ξένο νόμισμα και τα χρεόγραφα, και προκειμένου να υπολογιστεί το κόστος κτήσεως των πωλούμενων στοιχείων, χρησιμοποιείται σε ημερήσια βάση η μέθοδος του μέσου κόστους, λαμβανομένης υπόψη και της επίδρασης των διακυμάνσεων των συναλλαγματικών ισοτιμιών ή/και των τιμών·

β) η τιμή/ισοτιμία μέσου κόστους του στοιχείου του ενεργητικού/παθητικού μειώνεται/αυξάνεται λόγω μεταφοράς μη πραγματοποιηθεισών ζημιών στο λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσεως στο τέλος της χρήσεως·

γ) στην περίπτωση απόκτησης χρεογράφων με τοκομερίδια, το ποσό των αγοραζόμενων εσόδων από τοκομερίδια αντιμετωπίζεται ως μεμονωμένο στοιχείο. Στην περίπτωση χρεογράφων εκφρασμένων σε ξένο νόμισμα, το εν λόγω ποσό περιλαμβάνεται στα διαθέσιμα του νομίσματος αυτού, όχι όμως στο κόστος ή στην τιμή του στοιχείου του ενεργητικού, προκειμένου να προσδιοριστεί η μέση τιμή.

2. Σχετικά με τα χρεόγραφα ισχύουν οι ακόλουθοι ειδικοί κανόνες:

α) οι συναλλαγές καταγράφονται με την τιμή συναλλαγής και εγγράφονται στους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς με την καθαρή τιμή·

β) οι αμοιβές φύλαξης και διαχείρισης, τα έξοδα τήρησης τρεχούμενων λογαριασμών και άλλα έμμεσα έξοδα δεν αντιμετωπίζονται ως κόστος συναλλαγής και περιλαμβάνονται στο λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσεως. Δεν αντιμετωπίζονται ως τμήμα του μέσου κόστους συγκεκριμένου στοιχείου του ενεργητικού·

γ) τα έσοδα καταγράφονται μεικτά, με χωριστή λογιστικοποίηση του παρακρατούμενου αποδοτέου φόρου και των λοιπών φόρων·

δ) προκειμένου να υπολογιστεί το μέσο κόστος αγοράς ενός χρεογράφου, είτε i) όλες οι αγορές που πραγματοποιούνται στη διάρκεια της ημέρας προστίθενται, με την τιμή κόστους, στα διαθέσιμα της προηγούμενης ημέρας, παράγοντας μια νέα σταθμισμένη μέση τιμή, πριν από το λογισμό των πωλήσεων της ίδιας ημέρας, είτε ii) οι μεμονωμένες αγορές και πωλήσεις χρεογράφων λογίζονται κατά τη σειρά πραγματοποίησής τους στη διάρκεια της ημέρας, προκειμένου να υπολογιστεί η αναθεωρημένη μέση τιμή.

3. Σχετικά με το χρυσό και το συνάλλαγμα ισχύουν οι ακόλουθοι ειδικοί κανόνες:

α) οι συναλλαγές επί συγκεκριμένου ξένου νομίσματος, οι οποίες δεν συνεπάγονται μεταβολή των διαθεσίμων του νομίσματος αυτού, μετατρέπονται σε ευρώ με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία της ημερομηνίας συναλλαγής ή διακανονισμού και δεν επηρεάζουν το κόστος κτήσεως των εν λόγω διαθεσίμων·

β) οι συναλλαγές επί συγκεκριμένου ξένου νομίσματος, οι οποίες συνεπάγονται μεταβολή των διαθεσίμων του νομίσματος αυτού, μετατρέπονται σε ευρώ με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία της ημερομηνίας συναλλαγής ή διακανονισμού·

γ) οι πραγματικές ταμειακές εισπράξεις και πληρωμές αποτιμώνται με τη μέση αγοραία συναλλαγματική ισοτιμία την ημέρα του διακανονισμού·

δ) οι πραγματοποιούμενες στη διάρκεια της ημέρας καθαρές αγορές νομισμάτων και χρυσού προστίθενται στα διαθέσιμα της προηγούμενης ημέρας με το μέσο κόστος των αγορών της ημέρας για κάθε νόμισμα και για το χρυσό, παράγοντας μια νέα σταθμισμένη μέση ισοτιμία/τιμή χρυσού. Στην περίπτωση των καθαρών πωλήσεων, ο υπολογισμός του πραγματοποιηθέντος κέρδους ή της πραγματοποιηθείσας ζημίας βασίζεται στο μέσο κόστος του οικείου νομίσματος ή των διαθεσίμων χρυσού της προηγούμενης ημέρας, έτσι ώστε το μέσο κόστος να παραμένει αμετάβλητο. Οι διαφορές στη μέση ισοτιμία/τιμή χρυσού μεταξύ των εισροών και των εκροών που σημειώνονται στη διάρκεια της ημέρας οδηγούν επίσης στη δημιουργία πραγματοποιηθέντων κερδών ή ζημιών. Σε περίπτωση αρνητικής θέσης σε σχέση με ορισμένο ξένο νόμισμα ή το χρυσό, η προαναφερθείσα προσέγγιση αντιστρέφεται. Επομένως, το μέσο κόστος της αρνητικής θέσης επηρεάζεται από τις καθαρές πωλήσεις, ενώ οι καθαρές αγορές μειώνουν τη θέση στην υπάρχουσα σταθμισμένη μέση ισοτιμία/τιμή χρυσού·

ε) τα έξοδα των πράξεων συναλλάγματος και άλλα γενικά έξοδα εγγράφονται στο λογαριασμό των αποτελεσμάτων χρήσεως.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΛΟΓΙΣΤΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΕΠΙ ΠΡΑΞΕΩΝ ΕΚΤΟΣ ΙΣΟΛΟΓΙΣΜΟΥ

Άρθρο 12

Γενικοί κανόνες

1. Οι προθεσμιακές πράξεις συναλλάγματος, τα προθεσμιακά σκέλη των πράξεων ανταλλαγής νομισμάτων και άλλες πράξεις επί νομισμάτων, οι οποίες συνεπάγονται την ανταλλαγή ορισμένου νομίσματος έναντι άλλου σε μελλοντική ημερομηνία, περιλαμβάνονται στις καθαρές συναλλαγματικές θέσεις, ενόψει του υπολογισμού των συναλλαγματικών κερδών και ζημιών.

2. Η λογιστικοποίηση και αναπροσαρμογή της αξίας πράξεων ανταλλαγής επιτοκίων, συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης, προθεσμιακών συμφωνιών επιτοκίων και λοιπών πράξεων επί επιτοκίων γίνονται κατά στοιχείο. Οι πράξεις αυτές αντιμετωπίζονται χωριστά από τα στοιχεία του ισολογισμού.

3. Η αναγνώριση και μεταχείριση των κερδών και ζημιών που απορρέουν από πράξεις εκτός ισολογισμού πραγματοποιούνται με τρόπο όμοιο με τον ακολουθούμενο επί των πράξεων που καταγράφονται στον ισολογισμό.

Άρθρο 13

Προθεσμιακές πράξεις συναλλάγματος

1. Οι προθεσμιακές αγορές και πωλήσεις εγγράφονται σε λογαριασμούς εκτός ισολογισμού για το διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας συναλλαγής και της ημερομηνίας διακανονισμού, με την άμεση (spot) ισοτιμία της προθεσμιακής πράξης. Τα κέρδη και οι ζημίες επί των πωλήσεων υπολογίζονται με βάση το μέσο κόστος της συναλλαγματικής θέσης την ημερομηνία συναλλαγής, συν δύο ή τρεις εργάσιμες ημέρες, σύμφωνα με την ημερήσια διαδικασία συμψηφισμού των αγορών και πωλήσεων. Τα κέρδη και οι ζημίες αντιμετωπίζονται ως μη πραγματοποιηθέντα έως την ημερομηνία διακανονισμού και ο λογιστικός τους χειρισμός πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 παράγραφος 1.

2. Η διαφορά μεταξύ της άμεσης και της προθεσμιακής (forward) ισοτιμίας αντιμετωπίζεται ως τόκος πληρωτέος ή εισπρακτέος βάσει της αρχής της πραγματοποιήσεως των εσόδων/εξόδων, τόσο για τις αγορές όσο και για τις πωλήσεις.

3. Την ημερομηνία διακανονισμού αντιλογίζονται οι εγγραφές των λογαριασμών εκτός ισολογισμού και τυχόν υπόλοιπο στο λογαριασμό αναπροσαρμογής εγγράφεται σε πίστωση του λογαριασμού αποτελεσμάτων χρήσεως στο τέλος του τριμήνου.

4. Το μέσο κόστος της συναλλαγματικής θέσης επηρεάζεται από προθεσμιακές αγορές αναγόμενες στην ημερομηνία συναλλαγής και τις επόμενες δύο ή τρεις εργάσιμες ημέρες, ανάλογα με τις πρακτικές της αγοράς που αφορούν το διακανονισμό άμεσων συναλλαγών με την άμεση ισοτιμία αγοράς.

5. Η αποτίμηση των προθεσμιακών θέσεων πραγματοποιείται σε συσχετισμό με την άμεση θέση του ιδίου νομίσματος, αντισταθμίζοντας τυχόν διαφορές που προκύπτουν εντός της θέσης του ιδίου νομίσματος. Μία καθαρή ζημία εγγράφεται σε χρέωση του λογαριασμού αποτελεσμάτων χρήσεως, όταν υπερβαίνει προηγούμενα κέρδη από αναπροσαρμογή, τα οποία έχουν καταγραφεί στο λογαριασμό αναπροσαρμογής, ενώ ένα καθαρό κέρδος εγγράφεται σε πίστωση του λογαριασμού αναπροσαρμογής.

Άρθρο 14

Πράξεις ανταλλαγής νομισμάτων

1. Οι άμεσες αγορές και πωλήσεις εγγράφονται σε λογαριασμούς του ισολογισμού την ημερομηνία του διακανονισμού.

2. Οι προθεσμιακές αγορές και πωλήσεις εγγράφονται σε λογαριασμούς εκτός ισολογισμού για το διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας συναλλαγής και της ημερομηνίας διακανονισμού, με την άμεση ισοτιμία των προθεσμιακών συναλλαγών.

3. Οι πωλήσεις εγγράφονται με την άμεση ισοτιμία της συναλλαγής, έτσι ώστε να μην προκύπτουν κέρδη ή ζημίες.

4. Η διαφορά μεταξύ της άμεσης και της προθεσμιακής ισοτιμίας αντιμετωπίζεται ως τόκος πληρωτέος ή εισπρακτέος βάσει της αρχής της πραγματοποιήσεως των εσόδων/εξόδων, τόσο για τις αγορές όσο και για τις πωλήσεις.

5. Οι εγγραφές των λογαριασμών εκτός ισολογισμού αντιλογίζονται την ημερομηνία του διακανονισμού.

6. Το μέσο κόστος της συναλλαγματικής θέσης παραμένει αμετάβλητο.

7. Η προθεσμιακή θέση αποτιμάται σε συσχετισμό με την άμεση θέση.

Άρθρο 15

Συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης επιτοκίων

1. Τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης επιτοκίων εγγράφονται σε λογαριασμούς εκτός ισολογισμού την ημερομηνία συναλλαγής.

2. Το αρχικό περιθώριο καταγράφεται ως ξεχωριστό στοιχείο του ενεργητικού, όταν η κατάθεση γίνεται σε μετρητά. Όταν αυτή γίνεται με τη μορφή χρεογράφων, παραμένει αμετάβλητο στον ισολογισμό.

3. Οι ημερήσιες μεταβολές στα περιθώρια διακύμανσης καταγράφονται σε ξεχωριστό λογαριασμό του ισολογισμού, είτε ως στοιχείο του ενεργητικού είτε ως στοιχείο του παθητικού, ανάλογα με την εξέλιξη των τιμών του συμβολαίου μελλοντικής εκπλήρωσης. Η ίδια διαδικασία εφαρμόζεται την ημέρα κλεισίματος της ανοιχτής θέσης. Αμέσως μετά, ο ξεχωριστός λογαριασμός ακυρώνεται και το συνολικό αποτέλεσμα της συναλλαγής καταγράφεται ως κέρδος ή ζημία, είτε πραγματοποιείται παράδοση είτε όχι. Όταν πραγματοποιείται παράδοση, η εγγραφή της αγοράς ή της πώλησης γίνεται με την αγοραία τιμή.

4. Τα τέλη-έξοδα μεταφέρονται στο λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσεως.

5. Η μετατροπή σε ευρώ, εφόσον συντρέχει περίπτωση, λαμβάνει χώρα την ημερομηνία εκκαθάρισης της σύμβασης, με την αγοραία ισοτιμία της ημέρας αυτής. Η εισροή ξένου νομίσματος επηρεάζει το μέσο κόστος της θέσης στο συγκεκριμένο νόμισμα την ημερομηνία της πρόωρης εκκαθάρισης.

6. Λόγω της ημερήσιας αναπροσαρμογής της αξίας, τα κέρδη και οι ζημίες εγγράφονται σε καθορισμένους, ξεχωριστούς λογαριασμούς. Ένας λογαριασμός στο ενεργητικό σκέλος του ισολογισμού αντιπροσωπεύει ζημία και ένας ξεχωριστός λογαριασμός στο παθητικό σκέλος αντιπροσωπεύει κέρδος. Οι μη πραγματοποιηθείσες ζημίες εγγράφονται σε χρέωση του λογαριασμού αποτελεσμάτων χρήσεως και τα εν λόγω ποσά εγγράφονται σε πίστωση λογαριασμού του παθητικού, ως λοιπές υποχρεώσεις.

7. Οι μη πραγματοποιηθείσες ζημίες που μεταφέρονται στο λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσεως στο τέλος της χρήσεως δεν αντιλογίζονται έναντι μη πραγματοποιηθέντων κερδών επόμενων χρήσεων, εκτός εάν η σχετική σύμβαση εκκαθαριστεί πρόωρα ή λήξει. Στην περίπτωση κέρδους, πραγματοποιείται χρεωστική εγγραφή σε εκκρεμή λογαριασμό, υπό τα λοιπά στοιχεία ενεργητικού, και πιστωτική εγγραφή στο λογαριασμό αναπροσαρμογής.

Άρθρο 16

Πράξεις ανταλλαγής επιτοκίων

1. Οι πράξεις ανταλλαγής επιτοκίων εγγράφονται σε λογαριασμούς εκτός ισολογισμού την ημερομηνία συναλλαγής.

2. Οι εισπραχθέντες ή καταβληθέντες τόκοι καταγράφονται με βάση την αρχή της πραγματοποιήσεως των εσόδων/εξόδων. Επιτρέπεται ο συμψηφισμός πληρωμών από τόκους στο πλαίσιο της ίδιας πράξης ανταλλαγής επιτοκίων.

3. Το μέσο κόστος της συναλλαγματικής θέσης επηρεάζεται από πράξεις ανταλλαγής επιτοκίων σε ορισμένο ξένο νόμισμα, όταν υπάρχει διαφορά μεταξύ εισπραχθέντων και καταβληθέντων ποσών. Τυχόν υπόλοιπο πληρωμής που οδηγεί σε εισροή επηρεάζει το μέσο κόστος του νομίσματος την ημερομηνία στην οποία καθίσταται απαιτητή η πληρωμή.

4. Κάθε πράξη ανταλλαγής επιτοκίων αποτιμάται με τιμές της αγοράς και, εφόσον είναι αναγκαίο, μετατρέπεται σε ευρώ με βάση την άμεση ισοτιμία του νομίσματος. Οι μη πραγματοποιηθείσες ζημίες που μεταφέρονται στο λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσεως στο τέλος της χρήσεως δεν αντιλογίζονται έναντι μη πραγματοποιηθέντων κερδών επόμενων χρήσεων, εκτός εάν η πράξη εκκαθαριστεί πρόωρα ή λήξει. Τα μη πραγματοποιηθέντα κέρδη από αναπροσαρμογή εγγράφονται σε πίστωση λογαριασμού αναπροσαρμογής.

5. Τα τέλη-έξοδα μεταφέρονται στο λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσεως.

Άρθρο 17

Προθεσμιακές συμφωνίες επιτοκίων

1. Οι προθεσμιακές συμφωνίες επιτοκίων εγγράφονται σε λογαριασμούς εκτός ισολογισμού κατά το χρόνο της συναλλαγής.

2. Η αποζημίωση που ορισμένος συμβαλλόμενος υποχρεούται να καταβάλει στον αντισυμβαλλόμενο κατά την ημερομηνία του διακανονισμού εγγράφεται στο λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσεως την ημερομηνία του διακανονισμού. Όσον αφορά την καταγραφή των καταβαλλόμενων ποσών δεν εφαρμόζεται η αρχή της πραγματοποιήσεως των εσόδων/εξόδων.

3. Τυχόν προθεσμιακές συμφωνίες επιτοκίων σε ορισμένο ξένο νόμισμα επηρεάζουν το μέσο κόστος της θέσης στο αντίστοιχο νόμισμα όσον αφορά την καταβολή της αποζημίωσης. Η αποζημίωση μετατρέπεται σε ευρώ με βάση την άμεση συναλλαγματική ισοτιμία την ημερομηνία του διακανονισμού. Τυχόν υπόλοιπο πληρωμής που οδηγεί σε εισροή επηρεάζει το μέσο κόστος του νομίσματος κατά το χρόνο στον οποίο η πληρωμή καθίσταται απαιτητή.

4. Κάθε προθεσμιακή συμφωνία επιτοκίων αποτιμάται με τις τιμές της αγοράς και, εφόσον είναι αναγκαίο, μετατρέπεται σε ευρώ με βάση την άμεση ισοτιμία του νομίσματος. Οι μη πραγματοποιηθείσες ζημίες που μεταφέρονται στο λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσεως στο τέλος της χρήσεως δεν αντιλογίζονται έναντι μη πραγματοποιηθέντων κερδών επόμενων χρήσεων, εκτός εάν η πράξη εκκαθαριστεί πρόωρα ή λήξει. Τα μη πραγματοποιηθέντα κέρδη από αναπροσαρμογή εγγράφονται σε πίστωση λογαριασμού αναπροσαρμογής.

5. Τα τέλη-έξοδα μεταφέρονται στο λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσεως.

Άρθρο 18

Προθεσμιακές πράξεις επί χρεογράφων

Η λογιστικοποίηση των προθεσμιακών πράξεων επί χρεογράφων είναι δυνατή με βάση τις δύο ακόλουθες μεθόδους:

Μέθοδος A:

α) οι προθεσμιακές πράξεις επί χρεογράφων εγγράφονται σε λογαριασμούς εκτός ισολογισμού για το διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας συναλλαγής και της ημερομηνίας διακανονισμού, με την προθεσμιακή τιμή τους·

β) το μέσο κόστος του χρεογράφου της συναλλαγής δεν επηρεάζεται έως το διακανονισμό αυτής· τα κέρδη και οι ζημίες που απορρέουν από προθεσμιακές πράξεις πώλησης υπολογίζονται την ημερομηνία διακανονισμού·

γ) οι εγγραφές των λογαριασμών εκτός ισολογισμού αντιλογίζονται και τυχόν υπόλοιπο του λογαριασμού αναπροσαρμογής εγγράφεται σε πίστωση του λογαριασμού αποτελεσμάτων χρήσεως την ημερομηνία του διακανονισμού. Η λογιστικοποίηση του αγορασθέντος χρεογράφου γίνεται με βάση την άμεση τιμή της ημερομηνίας λήξης του (τρέχουσα τιμή αγοράς), ενώ η διαφορά αυτής έναντι της αρχικής προθεσμιακής τιμής αναγνωρίζεται ως πραγματοποιηθέν κέρδος ή ως πραγματοποιηθείσα ζημία·

δ) στην περίπτωση χρεογράφων εκφρασμένων σε ορισμένο ξένο νόμισμα, το μέσο κόστος της καθαρής θέσης του νομίσματος δεν επηρεάζεται, εάν η ΕΚΤ διαθέτει ήδη θέση στο νόμισμα αυτό. Εάν το ομόλογο που έχει αγοραστεί με προθεσμιακή συμφωνία είναι εκφρασμένο σε νόμισμα, στο οποίο η ΕΚΤ δεν διαθέτει θέση, με αποτέλεσμα να καθίσταται αναγκαία η αγορά του σχετικού νομίσματος, εφαρμόζονται οι κανόνες σχετικά με την αγορά ξένων νομισμάτων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 11 παράγραφος 3 στοιχείο δ)·

ε) οι προθεσμιακές θέσεις αποτιμώνται μεμονωμένα, με βάση την προθεσμιακή τιμή αγοράς, για την εναπομένουσα διάρκεια της πράξης. Τυχόν ζημία από αναπροσαρμογή στο τέλος της χρήσεως εγγράφεται σε χρέωση του λογαριασμού αποτελεσμάτων χρήσεως και τυχόν κέρδος από αναπροσαρμογή εγγράφεται σε πίστωση του λογαριασμού αναπροσαρμογής. Μη πραγματοποιηθείσες ζημίες που αναγνωρίζονται στο λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσεως στο τέλος της χρήσεως δεν αντιλογίζονται έναντι μη πραγματοποιηθέντων κερδών επόμενων χρήσεων, εκτός εάν η πράξη εκκαθαριστεί πρόωρα ή λήξει.

Μέθοδος B:

α) οι προθεσμιακές πράξεις επί χρεογράφων εγγράφονται σε λογαριασμούς εκτός ισολογισμού για το διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας συναλλαγής και της ημερομηνίας διακανονισμού, με την προθεσμιακή τιμή τους. Οι εγγραφές των λογαριασμών εκτός ισολογισμού αντιλογίζονται την ημερομηνία του διακανονισμού·

β) η αναπροσαρμογή της αξίας ορισμένου χρεογράφου στο τέλος του τριμήνου διενεργείται βάσει της καθαρής θέσης που προκύπτει από τον ισολογισμό και από τις πωλήσεις του ιδίου χρεογράφου, οι οποίες καταγράφηκαν στους λογαριασμούς εκτός ισολογισμού. Το ποσό της αναπροσαρμογής ισούται με τη διαφορά μεταξύ της καθαρής αυτής θέσης, αποτιμώμενης με την τιμή αναπροσαρμογής, και της ίδιας θέσης, αποτιμώμενης με το μέσο κόστος της θέσης του ισολογισμού. Στο τέλος του τριμήνου οι προθεσμιακές αγορές υποβάλλονται στην περιγραφόμενη στο άρθρο 7 διαδικασία αναπροσαρμογής της αξίας. Το αποτέλεσμα της αναπροσαρμογής ισούται με τη διαφορά μεταξύ της άμεσης τιμής και του μέσου κόστους των υποχρεώσεων αγοράς·

γ) το αποτέλεσμα ορισμένης προθεσμιακής πώλησης καταγράφεται στο οικονομικό έτος, εντός του οποίου ανελήφθη η σχετική υποχρέωση, και ισούται με τη διαφορά μεταξύ της αρχικής προθεσμιακής τιμής και του μέσου κόστους της θέσης του ισολογισμού ή, εάν η θέση του ισολογισμού δεν επαρκεί, του μέσου κόστους των υποχρεώσεων αγοράς εκτός ισολογισμού, κατά το χρόνο της πώλησης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΕΤΗΣΙΟΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΜΕΝΟΣ ΙΣΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΧΡΗΣΕΩΣ

Άρθρο 19

Μορφές εμφάνισης

1. Η μορφή εμφάνισης του δημοσιευόμενου ετήσιου ισολογισμού της ΕΚΤ βασίζεται στη μορφή εμφάνισης που παρουσιάζεται στο παράρτημα III.

2. Η μορφή εμφάνισης του δημοσιευόμενου λογαριασμού αποτελεσμάτων χρήσεως της ΕΚΤ συνάδει προς εκείνη που παρουσιάζεται στο παράρτημα IV.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 20

Παραγωγή, εφαρμογή και ερμηνεία των κανόνων

1. Η Επιτροπή Λογιστικής και Νομισματικού Εισοδήματος (ΕΛΝΕ) ενεργεί ως το φόρουμ του ΕΣΚΤ για την παροχή συμβουλών στο διοικητικό συμβούλιο, μέσω της εκτελεστικής επιτροπής, σχετικά με την παραγωγή και εφαρμογή των κανόνων λογιστικής παρακολούθησης του ΕΣΚΤ.

2. Για την ερμηνεία της παρούσας απόφασης λαμβάνονται υπόψη το προπαρασκευαστικό έργο, οι εναρμονισμένες βάσει του κοινοτικού δικαίου λογιστικές αρχές και τα γενικώς αποδεκτά διεθνή λογιστικά πρότυπα.

3. Εάν ορισμένο είδος λογιστικής αντιμετώπισης δεν προβλέπεται στην παρούσα απόφαση και ελλείψει αντίθετης απόφασης του διοικητικού συμβουλίου, η ΕΚΤ ακολουθεί τα διεθνή λογιστικά πρότυπα που είναι συναφή με τις δραστηριότητες και τους λογαριασμούς της ΕΚΤ, στο βαθμό που δεν προσκρούουν ουσιωδώς στις διατάξεις της κοινοτικής λογιστικής νομοθεσίας.

Άρθρο 21

Κατάργηση

Η απόφαση ΕΚΤ/2000/16 καταργείται. Κάθε αναφορά στην καταργούμενη απόφαση θεωρείται ότι γίνεται στην παρούσα απόφαση.

Άρθρο 22

Τελικές διατάξεις

1. Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την 1η Ιανουαρίου 2003.

2. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου, η παρούσα απόφαση τυγχάνει εφαρμογής και επί της κατάρτισης του ετήσιου ισολογισμού της ΕΚΤ της 31ης Δεκεμβρίου 2002 και του λογαριασμού αποτελεσμάτων χρήσεως της ΕΚΤ για τη χρήση που λήγει στις 31 Δεκεμβρίου 2002.

Η παρούσα απόφαση δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Φρανκφούρτη, 5 Δεκεμβρίου 2002.

Ο πρόεδρος της ΕΚΤ

Willem F. Duisenberg

(1) ΕΕ L 33 της 2.2.2001, σ. 1.

(2) Βλέπε τη σελίδα 1 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ

Αγοραία τιμή: τιμή που διαμορφώνεται σε οργανωμένη ή μη οργανωμένη αγορά, π.χ. σε χρηματιστήριο ή σε αγορά εκτός κύκλου συναλλαγών, αντίστοιχα, όσον αφορά το χρυσό, τα χρηματοδοτικά μέσα σε ξένο νόμισμα ή τα χρεόγραφα, χωρίς να περιλαμβάνεται συνήθως σε αυτή δεδουλευμένος ή προεξοφλητικός τόκος.

Αντιστρεπτέα πράξη: πράξη με την οποία η κεντρική τράπεζα αγοράζει (συμφωνία επαναπώλησης) ή πωλεί (συμφωνία επαναγοράς) στοιχεία του ενεργητικού βάσει συμφωνίας επαναγοράς ή επαναπώλησης ή εκτελεί πιστοδοτικές πράξεις έναντι ασφάλειας.

Αποθεματικά: δεσμευόμενο ποσό εκ των διανεμητέων κερδών, το οποίο δεν προορίζεται για την κάλυψη συγκεκριμένης υποχρέωσης, έκτακτου γεγονότος ή αναμενόμενης μείωσης της αξίας των στοιχείων του ενεργητικού που είναι γνωστό ότι υπάρχουν την ημερομηνία του ισολογισμού.

Απόσβεση: η εντός δεδομένης χρονικής περιόδου, συστηματική μείωση τυχόν διαφοράς υπέρ το άρτιο/διαφοράς υπό το άρτιο ή της αξίας των στοιχείων του ενεργητικού στους λογαριασμούς.

Διακανονισμός: πράξη η οποία ελευθερώνει από υποχρεώσεις που απορρέουν από τη μεταβίβαση κεφαλαίων ή στοιχείων του ενεργητικού μεταξύ δύο ή περισσοτέρων συμβαλλομένων. Στο πλαίσιο των συναλλαγών εντός του Ευρωσυστήματος, ο διακανονισμός αναφέρεται στην εξάλειψη των καθαρών υπολοίπων που προκύπτουν από τις συναλλαγές εντός του Ευρωσυστήματος και προϋποθέτει τη μεταβίβαση στοιχείων του ενεργητικού.

Διαφορά υπέρ το άρτιο: διαφορά μεταξύ της ονομαστικής αξίας και της τιμής ορισμένου χρεογράφου, όταν η δεύτερη είναι υψηλότερη από την πρώτη.

Διαφορά υπό το άρτιο: διαφορά ανάμεσα στην ονομαστική αξία και στην τιμή ορισμένου χρεογράφου, όταν η δεύτερη είναι χαμηλότερη από την πρώτη.

Διεθνής αριθμός αναγνώρισης χρεογράφων (ISIN): αριθμός τον οποίο εκδίδει η αρμόδια αρχή έκδοσης.

Εσωτερικός βαθμός απόδοσης: αναφέρεται στο προεξοφλητικό επιτόκιο, κατ' εφαρμογή του οποίου η λογιστική αξία ενός χρεογράφου εξισώνεται με την παρούσα αξία μελλοντικής ταμειακής ροής.

Ημερομηνία διακανονισμού: η ημερομηνία καταγραφής της οριστικής και αμετάκλητης μεταβίβασης ορισμένης αξίας στα βιβλία του αρμόδιου οργανισμού διακανονισμού. Ο διακανονισμός μπορεί να είναι άμεσος (σε πραγματικό χρόνο), να πραγματοποιείται αυθημερόν (στο τέλος της ημέρας) ή σε συμφωνούμενη ημερομηνία που έπεται της ημερομηνίας συνομολόγησης της σχετικής υποχρέωσης.

Ημερομηνία λήξης: ημερομηνία στην οποία η ονομαστική/κεφαλαιακή αξία καθίσταται απαιτητή και πληρωτέα στο ακέραιο στο δικαιούχο της.

Καθαρή τιμή: τιμή συναλλαγής, στην οποία δεν περιλαμβάνεται τυχόν προεξοφλητικός/δεδουλευμένος τόκος, αλλά περιλαμβάνεται το κόστος της συναλλαγής που αποτελεί μέρος της τιμής.

Κόστος συναλλαγής: έξοδα αναγνωριζόμενα ως συνδεόμενα με συγκεκριμένη συναλλαγή.

Λογαριασμοί αναπροσαρμογής: λογαριασμοί του ισολογισμού που προορίζονται για την καταγραφή της διαφοράς, όσον αφορά την αξία ορισμένου στοιχείου του ενεργητικού ή του παθητικού, μεταξύ του προσαρμοσμένου κόστους κτήσεώς του και της αποτίμησής του με συγκεκριμένη αγοραία τιμή στο τέλος της χρήσεως, όταν αυτή είναι υψηλότερη από το ως άνω κόστος, προκειμένου για στοιχεία του ενεργητικού, και χαμηλότερη από αυτό, προκειμένου για στοιχεία του παθητικού. Στους λογαριασμούς αυτούς συμπεριλαμβάνονται διαφορές που προκύπτουν από μεταβολή των αγοραίων τιμών ή/και συναλλαγματικών ισοτιμιών.

Μέθοδος του μέσου κόστους: η μέθοδος του συνεχούς ή σταθμικού μέσου κόστους, βάσει της οποίας το κόστος κάθε αγοράς προστίθεται στην τρέχουσα λογιστική αξία, παράγοντας ένα νέο σταθμικό μέσο κόστος.

Μέση αγοραία τιμή: μέσο σημείο μεταξύ της τιμής ζήτησης και της τιμής προσφοράς ορισμένου χρεογράφου, όπως προκύπτει με βάση τη διαμόρφωση των τιμών, επί συναλλαγών πραγματοποιούμενων σε κανονικές συνθήκες αγοράς, από αναγνωρισμένους βασικούς φορείς της αγοράς ή στο πλαίσιο της λειτουργίας αναγνωρισμένων χρηματιστηρίων αξιών· χρησιμοποιείται στη διαδικασία αναπροσαρμογής στο τέλος της χρήσεως.

Μέσο επιτόκιο της αγοράς: επιτόκιο που η ΕΚΤ εφαρμόζει στη διαδικασία αναπροσαρμογής στο τέλος της χρήσεως, όπως διαμορφώνεται στις 2.15 μ.μ., στο πλαίσιο της ημερήσιας διαδικασίας συνεννόησης.

Μετοχικοί τίτλοι: τίτλοι που αποφέρουν μέρισμα (μετοχές εταιρειών και τίτλοι που τεκμηριώνουν επένδυση σε μετοχικό αμοιβαίο κεφάλαιο).

Μη πραγματοποιηθέντα κέρδη/μη πραγματοποιηθείσες ζημίες: κέρδη/ζημίες που προκύπτουν από την αναπροσαρμογή της αξίας στοιχείων του ενεργητικού σε σύγκριση με το προσαρμοσμένο κόστος κτήσεώς τους.

Μηχανισμός Διασύνδεσης: τεχνική υποδομή, σχεδιαστικά χαρακτηριστικά και διαδικασίες, που εφαρμόζονται στο πλαίσιο κάθε εθνικού ΣΔΣΧ ή αποτελούν προσαρμογή αυτού, και του μηχανισμού πληρωμών της ΕΚΤ, με σκοπό την επεξεργασία διασυνοριακών πληρωμών εντός του συστήματος TARGET.

Πραγματοποιηθέντα κέρδη/πραγματοποιηθείσες ζημίες: κέρδη/ζημίες που προκύπτουν από τη διαφορά μεταξύ της τιμής πώλησης ορισμένου στοιχείου του ισολογισμού και του προσαρμοσμένου κόστους του.

Πράξη ανταλλαγής επιτοκίων (σε διαφορετικά νομίσματα): σύμβαση, βάσει της οποίας συμφωνείται με τον αντισυμβαλλόμενο η ανταλλαγή ταμειακών ροών που αντιπροσωπεύουν ροές περιοδικά καταβαλλόμενου τόκου, στο ίδιο ή σε δύο διαφορετικά νομίσματα.

Πράξη ανταλλαγής νομισμάτων: ταυτόχρονη άμεση αγορά/πώληση ενός νομίσματος έναντι άλλου (άμεσο σκέλος) και προθεσμιακή πώληση/αγορά του ίδιου ποσού του συγκεκριμένου νομίσματος έναντι του πρώτου νομίσματος (προθεσμιακό σκέλος).

Προβλέψεις: ποσά που δεσμεύονται, προτού μεταφερθούν στα αποτελέσματα χρήσεως, με σκοπό την κάλυψη κάθε γνωστής ή αναμενόμενης υποχρέωσης ή κινδύνου, το κόστος των οποίων δεν μπορεί να προβλεφθεί με ακρίβεια (βλέπε "Αποθεματικά"). Δεν επιτρέπεται η χρησιμοποίηση των προβλέψεων για μελλοντικές υποχρεώσεις και επιβαρύνσεις ενόψει της προσαρμογής της αξίας των στοιχείων του ενεργητικού.

Πρόγραμμα αυτόματου δανεισμού χρεογράφων (ΠΑΔΧ): χρηματοοικονομική πράξη, η οποία συνδυάζει πράξεις επαναγοράς και πράξεις επαναπώλησης, με παροχή ειδικής έναντι γενικής ασφάλειας. Οι δανειοδοτικές και δανειοληπτικές αυτές πράξεις οδηγούν στη δημιουργία εσόδων μέσω των διαφορετικών επιτοκίων επαναγοράς που εφαρμόζονται στα δύο είδη πράξεων (δηλαδή εισπραττόμενο περιθώριο). Η πράξη είναι δυνατό να διενεργείται στο πλαίσιο προγράμματος άμεσης εκτέλεσης (principal-based), όταν π.χ. η τράπεζα που προσφέρει το εν λόγω πρόγραμμα θεωρείται και ο τελικός αντισυμβαλλόμενος, ή στο πλαίσιο προγράμματος έμμεσης εκτέλεσης (agency-based), όταν π.χ. η τράπεζα που προσφέρει το εν λόγω πρόγραμμα ενεργεί απλώς ως αντιπρόσωπος, ενώ τελικός αντισυμβαλλόμενος είναι ο οργανισμός με τον οποίο διενεργούνται στην πράξη οι συναλλαγές δανεισμού χρεογράφων.

Προθεσμιακές πράξεις επί χρεογράφων: συμβάσεις της εξωχρηματιστηριακής αγοράς, βάσει των οποίων συμφωνείται την ημερομηνία σύναψης της σύμβασης η αγορά ή πώληση χρηματοδοτικού μέσου (συνήθως ομολόγου ή γραμματίου) σε μελλοντική ημερομηνία και προκαθορισμένη τιμή.

Προθεσμιακή πράξη συναλλάγματος: σύμβαση, βάσει της οποίας συμφωνείται σε καθορισμένη ημερομηνία η άμεση (outright) αγορά ή πώληση ορισμένου ποσού, εκφρασμένου σε ξένο νόμισμα, έναντι άλλου, συνήθως του εγχώριου νομίσματος, και η παράδοση του ως άνω ποσού σε συγκεκριμένη μελλοντική ημερομηνία, απέχουσα από την ημερομηνία συναλλαγής περισσότερες από δύο εργάσιμες ημέρες, και σε προκαθορισμένη τιμή. Αυτή η προθεσμιακή (forward) τιμή συναλλάγματος συνίσταται στην εκάστοτε ισχύουσα άμεση τιμή, συν/μείον ορισμένη συμφωνούμενη διαφορά υπέρ/υπό το άρτιο.

Προθεσμιακή συμφωνία επιτοκίων: σύμβαση, βάσει της οποίας δύο μέρη συμφωνούν την εφαρμογή επιτοκίου επί ονομαστικής κατάθεσης ορισμένης διάρκειας και την εξ αυτού καταβολή τόκου σε συγκεκριμένη μελλοντική ημερομηνία. Βάσει της διαφοράς μεταξύ του συμφωνηθέντος επιτοκίου και του επιτοκίου της αγοράς, όπως αυτό ισχύει την ημερομηνία του διακανονισμού, ορισμένο εκ των συμβαλλομένων μερών υποχρεούται σε καταβολή αποζημίωσης προς το άλλο την ημερομηνία του διακανονισμού.

Σταθερή απόσβεση: η πραγματοποιούμενη εντός δεδομένης χρονικής περιόδου απόσβεση, η οποία προσδιορίζεται με διαίρεση του κόστους του στοιχείου του ενεργητικού, μείον την εκτιμώμενη υπολειμματική αξία του, με την εκτιμώμενη ωφέλιμη ζωή του pro rata temporis.

Στοιχείο του ενεργητικού: ελεγχόμενος από την επιχείρηση πόρος, ο οποίος προκύπτει από παρελθόντα γεγονότα και δυνάμει του οποίου αναμένεται η εισροή μελλοντικών οικονομικών οφελών στην επιχείρηση.

Στοιχείο του παθητικού (υποχρέωση): τρέχουσα υποχρέωση της επιχείρησης, η οποία προκύπτει από παρελθόντα γεγονότα και της οποίας ο διακανονισμός αναμένεται να προκαλέσει εκροή από την επιχείρηση πόρων που εμπεριέχουν οικονομικά οφέλη.

Συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης επιτοκίων: προθεσμιακή σύμβαση διαπραγματεύσιμη στη χρηματιστηριακή αγορά. Με τις εν λόγω συμβάσεις συμφωνείται η αγορά ή πώληση ορισμένου χρηματοδοτικού μέσου, π.χ. ομολόγου, την ημερομηνία σύναψης της σύμβασης, με παράδοση σε μελλοντική ημερομηνία και προκαθορισμένη τιμή. Συνήθως δεν λαμβάνει χώρα παράδοση, διότι η σύμβαση εκκαθαρίζεται πριν από τη συμφωνηθείσα ημερομηνία λήξης.

Συμφωνία επαναπώλησης (reverse repo): σύμβαση, βάσει της οποίας ο κάτοχος μετρητών συμφωνεί να αγοράσει ορισμένο στοιχείο του ενεργητικού και, ταυτόχρονα, συμφωνεί να το επαναπωλήσει σε προκαθορισμένη τιμή, σε πρώτη ζήτηση ή με την παρέλευση ορισμένου χρονικού διαστήματος ή με την επέλευση συγκεκριμένου έκτακτου γεγονότος. Ενίοτε, ορισμένη συμφωνία επαναγοράς συνάπτεται μέσω τρίτου ("τριμερής συμφωνία επαναγοράς").

Συναλλαγματικά διαθέσιμα: η καθαρή θέση στο αντίστοιχο νόμισμα. Για τους σκοπούς του παρόντος ορισμού, τα ειδικά τραβηκτικά δικαιώματα (ΕΤΔ) θεωρούνται ξεχωριστό νόμισμα.

Ταμειακή τακτοποίηση: λογιστική προσέγγιση, βάσει της οποίας τα λογιστικά γεγονότα καταγράφονται την ημερομηνία του διακανονισμού.

TARGET: Διευρωπαϊκό Αυτοματοποιημένο Σύστημα Ταχείας Μεταφοράς Κεφαλαίων σε Συνεχή Χρόνο, αποτελούμενο από το Σύστημα Διακανονισμού σε Συνεχή Χρόνο (ΣΔΣΧ) κάθε ΕθνΚΤ, από το Μηχανισμό Πληρωμών της ΕΚΤ και από το Μηχανισμό Διασύνδεσης.

Τιμή συναλλαγής: τιμή που συμφωνείται κατά τη σύναψη ορισμένης σύμβασης μεταξύ των συμβαλλομένων μερών.

Χρεόγραφο υπό το άρτιο: μη τοκοφόρο στοιχείο του ενεργητικού, η απόδοση του οποίου εξασφαλίζεται με ανατίμηση του κεφαλαίου λόγω της έκδοσης ή αγοράς του εν λόγω στοιχείου υπό το άρτιο.

Χρηματοοικονομικό στοιχείο του ενεργητικού: κάθε στοιχείο του ενεργητικού, το οποίο μπορεί να συνίσταται σε: i) μετρητά ή ii) διά συμβάσεως καθοριζόμενο δικαίωμα λήψης μετρητών ή άλλου χρηματοδοτικού μέσου από άλλη επιχείρηση ή iii) διά συμβάσεως καθοριζόμενο δικαίωμα ανταλλαγής χρηματοδοτικών μέσων με άλλη επιχείρηση υπό όρους δυνητικά επωφελείς ή iv) μετοχικό τίτλο άλλης επιχείρησης.

Χρηματοοικονομικό στοιχείο του παθητικού: κάθε στοιχείο του παθητικού, το οποίο συνιστά νομική υποχρέωση προς παράδοση μετρητών ή άλλου χρηματοδοτικού μέσου σε άλλη επιχείρηση, ή προς ανταλλαγή χρηματοδοτικών μέσων με άλλη επιχείρηση υπό όρους δυνητικά επαχθείς.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΣΥΝΘΕΣΗ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗΣ ΤΟΥ ΙΣΟΛΟΓΙΣΜΟΥ

Σημείωση:

Η αρίθμηση αναφέρεται στη μορφή εμφάνισης του ισολογισμού, όπως παρουσιάζεται στο παράρτημα III.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

ΠΑΘΗΤΙΚΟ

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

Ετήσιος ισολογισμός της ΕΚΤ

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΜΕΝΟΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΧΡΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΕΚΤ

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

Επάνω