Το αρνητικό επιτόκιο της ΕΚΤ
12 Ιουνίου 2014 (επικαιροποιήθηκε στις 28 Ιουλίου 2022)
Στην ΕΚΤ έχουμε αναλάβει την αποστολή να διασφαλίζουμε τη σταθερότητα των τιμών. Για αυτόν τον λόγο, έχουμε ορίσει ως στόχο ρυθμό πληθωρισμού 2% μεσοπρόθεσμα. Όπως οι περισσότερες κεντρικές τράπεζες, επηρεάζουμε τον πληθωρισμό μέσω των αποφάσεών μας για τα επιτόκια. Όταν μια κεντρική τράπεζα θέλει να αντιμετωπίσει τον υπερβολικά υψηλό πληθωρισμό, αυξάνει συνήθως τα επιτόκια, με αποτέλεσμα ο δανεισμός να γίνεται ακριβότερος και η αποταμίευση ελκυστικότερη. Αντιθέτως, όταν θέλει να καταπολεμήσει τον υπερβολικά χαμηλό πληθωρισμό, μειώνει τα επιτόκια.
Το 2014 ο πληθωρισμός της ζώνης του ευρώ αναμενόταν ότι θα παρέμενε σημαντικά χαμηλότερος από τον στόχο μας για παρατεταμένη χρονική περίοδο. Γι' αυτό, τον Ιούνιο του ίδιου έτους το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ έκρινε απαραίτητη τη μείωση των επιτοκίων. Η ΕΚΤ καθορίζει τρία βασικά επιτόκια: το επιτόκιο της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης για την παροχή ρευστότητας μίας ημέρας στις τράπεζες, το επιτόκιο των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης και το επιτόκιο της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων. Το επιτόκιο των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης είναι το επιτόκιο το οποίο καταβάλλουν οι τράπεζες προκειμένου να αντλούν ανά τακτά διαστήματα ρευστότητα από την ΕΚΤ, ενώ το επιτόκιο της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων είναι το επιτόκιο που λαμβάνουν οι τράπεζες για τα κεφάλαια που καταθέτουν στην κεντρική τράπεζα. Και τα τρία επιτόκια μειώθηκαν. Η μείωση αυτή ήταν μέρος ενός συνδυασμού μέτρων με σκοπό να διασφαλιστεί η σταθερότητα των τιμών μεσοπρόθεσμα, κάτι που αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για μια διατηρήσιμη ανάπτυξη στη ζώνη του ευρώ.
Πρέπει να πληρώνω την τράπεζά μου για τις αποταμιεύσεις μου, όταν τα επιτόκια πολιτικής είναι αρνητικά; Πώς επηρεάζει ένα αρνητικό επιτόκιο τις αποταμιεύσεις μου;
Οι εμπορικές τράπεζες μπορούν φυσικά να αποφασίσουν να μειώσουν τα επιτόκια που προσφέρουν στους αποταμιευτές και ορισμένες μετακύλισαν τα αρνητικά επιτόκια σε πελάτες που τηρούσαν μεγάλες καταθέσεις. Ταυτόχρονα όμως οι καταναλωτές και οι επιχειρήσεις μπορούσαν να δανείζονται φθηνότερα, πράγμα που συνέβαλε στην τόνωση της οικονομικής ανάκαμψης.
Σε μια οικονομία της αγοράς, η απόδοση της αποταμίευσης καθορίζεται από την προσφορά και τη ζήτηση. Για παράδειγμα, τα μακροπρόθεσμα επιτόκια είναι χαμηλά όταν ο ρυθμός ανάπτυξης είναι χαμηλός και η απόδοση κεφαλαίου ανεπαρκής. Στην ουσία, οι αποφάσεις της ΕΚΤ για τα επιτόκια ωφέλησαν τελικά τους αποταμιευτές επειδή στήριξαν την ανάπτυξη και κατ' επέκταση δημιούργησαν ένα περιβάλλον που ευνόησε τη σταδιακή επάνοδο των επιτοκίων σε υψηλότερα επίπεδα.
Ποιος ο λόγος όμως να «τιμωρούνται» οι αποταμιευτές και να «ανταμείβονται» οι δανειολήπτες;
Η βασική δραστηριότητα μιας κεντρικής τράπεζας είναι να καθιστά περισσότερο ή λιγότερο ελκυστική την αποταμίευση ή τον δανεισμό για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις. Αυτό όμως σε καμία περίπτωση δεν λειτουργεί με την έννοια της «τιμωρίας» ή της «ανταμοιβής». Όταν μειώνει τα επιτόκια και επομένως καθιστά λιγότερο ελκυστική την αποταμίευση και περισσότερο ελκυστικό τον δανεισμό, η κεντρική τράπεζα ενθαρρύνει τους καταναλωτές να δαπανούν χρήματα ή να πραγματοποιούν επενδύσεις. Αντιστοίχως, όταν αυξάνει τα επιτόκια, η κεντρική τράπεζα στρέφει τους καταναλωτές περισσότερο προς την αποταμίευση και τη μείωση των δαπανών γενικά. Έτσι βοηθά να επιβραδυνθεί η δραστηριότητα σε μια οικονομία που πλήττεται από υψηλό πληθωρισμό. Αυτός ο τρόπος δράσης δεν είναι χαρακτηριστικός της ΕΚΤ μόνο, αλλά ακολουθείται από όλες τις κεντρικές τράπεζες.
Μπορούν οι τράπεζες να αποφύγουν το αρνητικό επιτόκιο; Δεν μπορούν, για παράδειγμα, απλώς να κρατήσουν μεγαλύτερη ποσότητα τραπεζογραμματίων στην κατοχή τους;
Όταν μια τράπεζα έχει στην κατοχή της μεγαλύτερη ποσότητα χρήματος από ό,τι απαιτείται στο πλαίσιο των υποχρεωτικών ελάχιστων αποθεματικών και δεν είναι πρόθυμη να το δανείσει σε άλλες εμπορικές τράπεζες, τότε υπάρχουν δύο μόνο δυνατότητες: είτε να καταθέσει το χρήμα σε λογαριασμό στην κεντρική τράπεζα είτε να το διατηρήσει στην κατοχή της με τη μορφή μετρητών. Η δεύτερη αυτή δυνατότητα συνεπάγεται όμως κάποιο κόστος − ιδίως από τη στιγμή που η τράπεζα πρέπει να διαθέτει εξαιρετικά ασφαλείς εγκαταστάσεις αποθήκευσης. Επομένως, είναι μάλλον απίθανο μια τράπεζα να επιλέξει αυτή τη δυνατότητα. Το πιθανότερο είναι ότι οι τράπεζες είτε θα δανείσουν χρήμα σε άλλες τράπεζες είτε θα καταβάλουν το αρνητικό επιτόκιο της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων.